Πάμφιλα 1914

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας Παμφίλων – Μερος 5ο (Το κόστος και οι κτήτορες του ναού)

«Πόσα στοίχισε ο ναός»

     Δεν υπάρχει ειδικό βιβλίο για την ανέγερση του ναού. Σώζεται στον  Κώδικα της Μητροπόλεως Μυτιλήνης στον οποίο καταχωρούνταν συνοπτικά ανα διετία ή τετραετία, τα έσοδα και τα έξοδα του ναού και κάτω από αυτά υπάρχει η πράξη του Μητροποίτη Μυτιλήνης για τον έλεγχο της διαχείρισης και του διορισμού των νέων επιτρόπων.
Από τον Κώδικα αυτόν βλέπουμε ότι η ανέγερση του ναού ξεκίνησε το 1859 και δαπανήθηκαν από το έτος αυτό μέχρι το 1881, οπότε έγιναν τα εγκαίνια, τα παρακάτω ποσά σε γρόσια ανά τετραετία ή διετία, για τα έργα ανοικοδόμησης του ναού.

Κώδικας σ. 21            1858-62        γρόσια   20.642
       »        σ. 22,23       1862-64             »        22.233
       »        σ. 24,26       1864-68             »        62.270
       »        σ. 28            1868-69             »        45.676
       »        σ. 29,34       1869-73             »        63.364
       »        σ. 40,42       1879-79             »        11.620
       »        σ. 43            1880-81             »          1.989
                                                                   ___________
                                           Σύνολο       »       227.794

     Δεν γνωρίζουμε, λόγω έλλειψης στοιχείων, αν διατέθηκαν και άλλα χρήματα απευθείας από δωρητές, χωρίς αυτά να μπούν στο ταμείο του ναού και χωρίς επομένως να εγγραφούν στα λογιτικά βιβλία του ναού. Πάντως στον κώδικα και στο σκέλος των εσόδων του ναού αναγράφονται  κατά το διάστημα των ετών 1859-1881 ακόμη και πέρα από αυτού (μέχρι το 1900) ικανά ποσά με το όνομα ενός έκαστου δωρητού ή και συνολικά «ως αφιέρωμα». Βεβαίως η λέξη «αφιέρωμα» θα ήταν δυνατόν να ερμηνευθεί σαν «εισφορά» υπέρ του αναγειρόμενου ναού. Το σύνολο  επίσης από τα  αναγραφόμενα γρόσια υπό την ονομασία «αφιέρωμα» ανέρχεται σε 43.346.
     Εκτός από αυτά διατέθηκαν από το 1859-1900 ικανά ποσά από τα χρήματα, τα οποία κατατέθηκαν από τους χριστιανούς για το ναό έναντι γραμματίων τα οποία εξέδιδαν οι επίτροποι. Επίσης διατέθηκαν και τα παρακάτω:

1) Από εκποίηση ακινήτω (κυρίως οικοπέδων)        γρόσια     171.181
2) Από κληροδοτήματα                                                    »             12.097
3) Από τη διαθήκη του Κυριάκου Ζάχου                      »             29.040
4) Από νέου χαρτονομίσματος                                        »             14.054

                                                                      Σύνολο          »            226.372

     Σημειώνεται επίσης ότι και μετά το 1881, οπότε και πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια, εξακολουθούν οι χριστιανοί να δίνουν το «αφιέρωμα» τους στο νέο ναό προφανώς για τις συμπληρωματικές ανάγκες, όπως είναι το τέμπλο, τα βημόθυρα, ο άμβωνας, τα προσκυνητάρια, οι εικόνες κτλ.

Οπότε μετά τα εγκαίνια δαπανήθηκαν τα παρακάτω ποσά:

Κώδικας   σ. 41 Στον Ιωάννη Χαλεπά όσα δώσαμε για το τέμπλο   γρόσια   36.900
      »           σ. 42 Στον Ιωάννη Χαλεπά όσα δώσαμε για το τέμπλο        »        94.520
      »           σ. 44 Για τον ζωγράφο ιερών εικόνων                                    »          6.620
      »           σ. 46 Για τον ζωγράφο ιερών εικόνων                                    »          6.063
      »           σ. 47 Για τον ζωγράφο ιερών εικόνων                                    »          4.000
      »           σ. 48 Για τα βημόθυρα                                                              »          1.989
      »           σ. 51 Για την εκκλησία                                                              »          6.063
                                                                                                                          ____________

Συνολικά κατά την δεκαετία 1881-1891 δαπανήθηκαν                         »        191.086

      Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω , ως προς το σκέλος των εξόδων, μπορούμε να πούμε ότι για την ανέγερση του κτηρίου, του εσωτερικού διάκοσμου, και τον εξοπλισμό σε ιερές εικόνες, σε ιερά σκεύη και σε άλλα αντικείμενα της θείας λατρείας, δαπανήθηκαν από το 1859, οπότε και ξεκίνησε η ανέγερση του ναού, μέχρι το 1900, συνολικά 418.880 γρόσια.




«Ποιοι οι κτήτορες του ναού»
     
     Δεν εμφανίζονται στον σωζόμενο κώδικα κτήτορες ή ανακαινιστές του ναού, ούτε η παράδοση μας μιλαει για αυτό. Μόνο από επιτύμβιο επίγραμμα, που υπάρχει στον τάφο του Νικολάου Νιάνια, ο οποίος έχει ταφεί την 7η Ιανουαρίου 1869,  δέκα χρόνια μετά την θεμελίωση του νέου ναού, τιμής ένεκεν στο πρόπυλο της νότιας πλευράς του ναού, αναγράφεται συν τοις άλλοις ότι:

                  «ΤΗΝ ΜΝΗΜΗΝ ΤΟΥ ΓΕΡΑΙΡΟΥΝ ΟΙ ΠΕΝΕΣΤΕΡΟΙ ΠΟΛΙΤΑΙ
                     ΤΑ ΕΥΓΝΩΜΟΝΑ ΤΟΥ ΤΕΚΝΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
                    ΥΠΑΙΡ ΟΥ ΕΙΡΓΑΣΘΗ ΟΝΤΩΣ ΜΕΤΑ ΖΗΛΟΥ ΘΑΥΜΑΣΙΟΥ».

     Δεν γνωρίζουμε εαν κατά την πρώτη δεκαετία 1859-1869, οπότε  έζησε ο Νικόλαος Νιάνιας, διέθεσε ατομικά του χρήματα υπέρ του ναού ή περιορίστηκε μόνο στο να αναπτύξει «ζήλον θαυμάσιον». Προφανώς θα προσέφερε ο αείμνηστος κόπους και μόχθους, ίσως και να είχε πρωτοβουλία η οποία προέρχεται από την θέση του δημογέροντος και έτσι να του έγινε η ιδιαιτερη τιμή να ταφεί σε εξαιρετική θέση στα προπύλαια του ναού.
     Πιστεύουμε  μάλλον ότι το έργο της ανέγερσης του ναού είχαν αναλάβει οι κατά καιρόν εκκλησιαστικοί επίτροποι της εποχής εκέινης  υπό την άγρυπνη παρακολούθηση των τότε Μητροπολητών Μυτιλήνης Γρηγορίου Κατρή, Μελετίου Φωτίου, Μεθοδίου Αρώνη και Κωνσταντίνου Βαλιάδου, οι οποίοι, όπως φαίνεται στον κώδικα, μετέβαιναν συχνά για να παρακολουθούν τις εργασίες και την διευθέτηση των πραγμάτων της εκκλησίας και των ποικίλων προβλημάτων που προέκυπταν , σε σχέση με τη διοικητική και την οικονομική κατάσταση του ναού.
     Κατά το διάστημα της εικοσαετίας , όσο κράτησε η ανοικοδόμιση του ναού,  υπηρέτησαν ως επίτροποι, διορισμένοι από τον Μητροπολίτη «κοινή γνώμη και συναινέσει των δημογερόντων και προκρίτων» οι παρακάτω, όπως μαρτυρείται από τις αρχιερατικές πράξεις, που είναι καταγεγραμμένες στον κώδικα ιδιοχείρως από τους αρχιερείς.

            1859-1862

Γεώργιος Κουκούλης, Κυριάκος Χατζηνικόλας, Αντώνιος Χατζηνικόλας, Παναγιώτης Φραντζής.

                                                                        1862-1864

Παναγιώτης Δηλιανού, Μιχαήλος Νέμτζας, Παναγιώτης Χατζηανδρέα

1864-1868

Παναγιώτης Χατζηανδρέα, Παναγιώτης Δηλιανού, Μιχ. Νέμτζας

1868-1869

Γ. Ταμπανλής, Δημ. Δίλης, Γ. Βοστάνης

1869-1873

Γεώργ. Κουκούλης, Αποστ. Χατζηανδρέας, Παν. Ν. Φραντζής

1878-1884

Νικ. Β. Λίτρας, Μιχ. Ταλιανός, Δημ. Κουτρουμπής, Μαλιάκας Νιάνιας,
Γεώργιος Μποστάνης, Παν. Ανδρέας, Παν. Μιχαήλ

1884-1886

Χριστόφας Μιχ., Παν. Χατζηανδρέας, Νικ. Λίτρας, Παν. Λίτρας, Θεόδ. Γ. Κουκούλης, Παν. Αντ. Φραντζής, Στρατής Ασημίνος, Μαλιάκας Νιάνιας

1886-1889

Νικόλαος Δ. Δίλης, Θεόδωρος Κουκούλης, Παν. Γ. Πεντογέννης, Μαλιάκας Νιάνιας, Παν. Χατζηανδρέας
  
1889-1891

Βασίλειος Πατσόγλου, Παναγιώτης Νέμτσας, Μιχ. Χατζηγεωργίου, Δημ. Κουτσοβίλης

1891-1894

Μιχ. Χατζηγεωργίου, Βασίλειος Πατσόγλου, Παν. Νέμτσας, Δημ. Κουτσοβίλης

1894-1898

Νικ. Β. Λίτρας, Παναγιώτης Χατζηπαναγιώτου, Εμμαν. Καβουρέλλης, Μιχ. Θεοδωρής

1898-1900

Απόστολος Μαυρίκος, Νικόλαος Φραντζής, Νικόλαος Κατσιάνος, Ευστράτιος Ασημίνος, Παν. Κουκούλης.


     Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κατά τα έτη 1886 και 1889 δεν υπήρχε σύμπνοια και συνεργασία μεταξύ των επιτρόπων, πράγμα το οποίο  ανάγκασε τον τότε  Μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνο Βαλιάδη να σημειώσει στον κώδικα τις παρακάτω παρατηρήσεις του και να ενεργήσει αναλόγως, σε συνεργασία με τους δημογέροντες, για να τους επαναφέρει στην τάξη. Παρακάτω οι σημειώσεις του Μητροπολίτη.




Βιβλιογραφία

1.Κλεομβρότου Ιάκωβος. (1981). MYTILENA SACRA, τόμος 4ος. Θεσσαλονίκη


Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας Παμφίλων – Μερος 4ο (Αρχιερατικός Θρόνος – Άμβων – Παγκάριον)

Αρχιερατικός Θρόνος – Άμβων
 
Ο Αρχιερατικός Θρόνος
Λεπτομέρεια από τον Αρχιερατικό Θρόνο
Δεν είναι από μάρμαρο όπως το τέμπλο. Δεν τηρήθηκε η αναλογία, διότι συνήθως στους μεγάλους ναούς το τέμπλο, ο αρχιερατικός θρόνος και ο άμβωνας έχουν ταυτότητα και προς το υλικό από τα οποία είναι φτιαγμένα και προς την τεχνοτροπία. Εδώ όπως φαίνεται προτιμήθηκαν τα ωραία ξυλόγλυπτα του παλαιού ναού και ο θρόνος και ο άμβωνας, και τα δύο φέρουν ωραίες λεπτές ανάγλυφες παραστάσεις διάτρητες από το φυτικό και το ζωικό βασίλειο. Και οι δύο κατασκευάσθηκαν το έτος 1786 (λογ/σμός Ναού 1786).
Ο Άμβωνας


Παγκάριον
 
Το Παγκάριον
Μεταξύ των λίγων έργων ξυλογλυπτικής που βρίσκονται στο ναό συγκαταλέγεται και το ωραίο παλαιόν παγκάριον, το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχεται από τον παλαιό ναό. Στο κάτω μέρος υπάρχουν δύο κεφαλές λεόντων πάνω στις οποίες στηρίζεται. Φέρει ανάγλυφες διακοσμητικές ζώνες και στο επάνω πλαίσιο σαν γιρλάντα διάτρυτον ανθικό διάκοσμο.


Υ.γ. Στον παλαιό ναό, εκτός από τον Αρχιερατικό Θρόνο, τον Άμβωνα και το Παγκάριο που βρίσκονται στο σημερινό ναό της Αγίας Βαρβάρας, ανήκει και το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο που τοποθετήθηκε και υπάρχει μέχρι σήμερα στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου στη θάλασσα στο λιμανάκι Παμφίλων.  
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο από τον παλιό ναό της Αγίας Βαρβάρας που βρίσκεται τώρα στον Άγιο Νικόλαο.
 Βιβλιογραφία
  • Κλεομβρότου Ιάκωβος. (1981). MYTILENA SACRA, τόμος 4ος. Θεσσαλονίκη

           


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Το φουρνιστό αρνί της Λαμπρής

Με το παρόν άρθρο θα ήθελα να επισημάνω ότι το παραδοσιακό φαγητό των Παμφίλων και την Λέσβου γενικότερα (εκτός αν υπάρχει κάτι άλλο στα  χωριά της δυτικής Λέσβου που δεν το γνωρίζω) στο Λαμπριάτικο τραπέζι είναι το «φουρνιστό αρνί με την ωραία γέμιση». Στην παράδοση των Παμφίλων δεν έχει καμία απολύτως θέση το σούβλισμα του αρνιού της ηπειρωτικής Ελλάδας. Θυμάμαι πρίν αρκετά χρόνια, όταν ήμουν μικρός σε ηλικία, τις νοικοκυρές να  ετοιμάζουν αποβραδύς (μετά την Ανάσταση) το φουρνιστό και να πηγαίνουν τους νταβάδες στον κοντινό φουρνο του Γραμματά (μιας και μεγάλωσα στον «Παράδεισο»). Την επόμενη μέρα μετά τον καθιερωμένο εκκλησιασμό της Δευτερανάστασης να ετοιμάζουν το γιορτινό τραπέζι και να πηγαίνουν να πάρουν το φουρνιστό έτοιμο από τον φούρνο και να το φέρνουν στο σπίτι. Ο δρόμος μοσκοβολούσε από το υπέροχο γιορτινό φαγητό. Όμορφα χρόνια.... Ξαφνικά καθώς μεγαλώναμε άρχισαν σιγά σιγά να εξαφανίζονται αυτές οι όμορφες στιγμές, όμως για μας αποτελούν υπέροχες αναμνήσεις.
Στα τελευταία άρθρα παρουσιάζω τα διάφορα θέματα μέσα από την πένα του αξιόλογου λαογράφου Στρατή Λύτρα. Είναι τα μόνα γραπτά κείμενα που μας δείχνουν την ζωή των κατοίκων των Παμφίλων στις αρχές του περασμένου αιώνα. Καλό θα ήταν να τα γνωρίσουν οι νέες γενιές. Το παρακάτω άρθρο έχει και το ρόλο συνταγής για τις νοικοκυρές.

 "Πώς γινόταν του φουρνιστό αρνί τ’ λαμπρή"

"Όλοι μας τα παλιά χρόνια τρέφαμε αρνιά για τη Λαμπρή και ένα και δυό, 10 έως 12 οκάδες τότε και παραπάνω, το ένα έπρεπε οπωσδήποτε να σφαχτεί μέσα στο σπίτι μας, το αρνί να κρεμαστεί στο κλήμα με το τσιγκέλι, να το φουσκώσει ο χασάπης να το γδάρει, ν’ανοίξει την κοιλιά του, να πετάξει όσα δεν χρειαζόταν, να μαζέψει τα αντερέλλια να τα κανει βρουλίδα, να τα κρεμάσει, να βγάλει τη σκουταριά να τη ρίξει μέσα στο ταψί, να δώσει στο πιο μικρό παιδί τη φούσκα του αρνιού, να τ’αφήσει κρεμασμένο να στραγγίσει, και να πάρει την προβιά, κι όπου φύγει-φύγει για άλλο σπίτι.
Η νοικοκυρά ήθελε να τηγανίσει τα τσιγέρια και τα γλυκάδια, να κανει βραστό το κεφάλι και κανένα μπουτάκι, για να φάμε μόλις γυρίσουμε απ’ την Ανάσταση το βράδυ, και να ετοιμαστούμε για το φουρνιστό αύριο μετά τη Δευτερανάσταση.

Τώρα πώς γινόταν το φουρνιστό

Το κόβαμε το αρνί στα δύο και παίρναμε όλο το στήθος, το ράβαμε με κλωστή άσπρη  από κάτω να μην τρέχει ο γόμος, το ράβαμε και καταμήκος του στήθους με πάλι άσπρη κλωστή για να μην τρέχει ο γόμος, το τοποθετούσαμε μέσα σε μεγάλο ταψί αφού το αλοίφαμε με λάδι να μην κολλήσει, το αλατίζαμε απέξω, το αλοίφαμε με λίγο φρέσκο βούτυρο και λίγο πιπέρι, ρίχναμε  το ανάλογο νερό, το σκεπάζαμε με μια λαδόκολλα για να μην το αποπάρει η ζέστη του φούρνου, στην αρχή και το κουβαλούσαμε και το παραδίδαμε στης Κατερίνας το φούρνο, της Φωτεινούδενας, που είχε παιδιά του Κουντί τσι του Παναγιώτ’. Οι φούρνοι αυτοί ήταν στα σκουρκούδια μέσα στου σπίτ ματζακωμένους. Καρσί ήταν άλλους φούρνους, τ’ Μπαρμάκα φούρνος τ’χουργιού, που γέμιζε κι αυτός φουρνιστά, όσο και οι άλλοι φούρνοι.
Η παράδοση των φουρνιστών γινόταν του Μέγα Σάββατου του βράδυ. Και τα παίρναμε όταν γυρίζαμε στα σπίτια μας  απ’ τη Δευτερανάσταση την επαύριο Κυριακή.
Βάζαμε ολόκληρο το στήθος όταν ήταν μεγάλη η φαμελιά, όταν όμως ήταν κάπως λιγότερη τότε το στήθος το κόβαμε στα δυο κατά μήκος και το κάναμε δύο φουρνιστά. Βάζαμε το χέρι μας κι ανοίγαμε λάκο μεταξύ τσίπας και πα’ί’δια , εκεί μέσα βάζαμε με το κουτάλι τον γόμο, κι άμα γέμιζε  και φούσκωνε τότε ρίχναμε νεράκι μέσα  για να βράσει το ρύζι, το ράβαμε και το τοποθετούσαμε μέσα στο φρεσκογανωμένο ταψί αφού το αλοίφαμε με βούτυρο, το πασπαλίζαμε με λίγο αλάτι και πιπέρι, βάζαμε το νεράκι του, το σκεπάζαμε κι αυτό με μια χοντρή λαδόκολλα για να μην τ’αρπάζει η πυράδα του φούρνου στην αρχή και τ’αφήσει  άψητο και το παραδίναμε στην κυρά Κατερίνα που το είχε τάμα να χαμογελάσει. Ποτέ δεν τη θυμούμαι να γελάσει αυτή η γυναίκα.
Τώρα θα περιγράψουμε πώς γινόταν ο περίφημος αυτός γόμος. Όσοι περνούσαν έξω από τους φούρνους μοσκοβολούσε ο κόσμος, ακόμα και τώρα.
Κατά πρώτο η νοικοκυρά ήθελε να βάλει μέσα σ’ένα τέστο μεγάλο νερό να ζεματίσει, μέσα θα έριχνε τα πνευμόνια του αρνιού, τα άσπρα και τα μαύρα, κι όλα τα γλυκάδια ή μερικά, για να μείνουν και για τηγανιτά, θα έριχνε τα αντεράκια αφού τα γύριζε με ένα ξυλαράκι ανάποδα να καθαριστούν, τα έπλενε καλά – καλά, όταν όλα αυτά παίρνανε μια βράση, κι ασπρίζανε και φουσκώνανε, τα έβαζε η νοικοκυρά πάνω στο σανίδι και τα μάτσιζε  ψιλά ψιλά και ύστερα τα έριχνε μέσα στο τηγάνι που ήταν έτοιμο στη δεύτερη φοφού, εκεί μέσα έκοβε ένα-δύο κρεμμύδια ψιλά ψιλά, λίγο μαιντανό, λίγο άνηθο, λάδι απ’ το καλό και λίγο βούτυρο να μυρίζει, αλάτι, πιπέρι και καλό ανακάτωμα ώσπου να κοκκινήσει το κρεμμύδι. Επεβάλλετο μέσα στο τηγάνι κι ένα φρέσκο κρεμμυδάκι πράσινο να έχει λίγη ουρά. Μετά έιχε έτοιμο το ρύζι που έπρεπε να μην είναι πολύ, αλλά ούτε λίγο, ρύζι απ’ το καλό για να μην σκάζει. Το έριχνε, το ανακάτωνε, έπαιρνε μια βράση, κι αφού ο γόμος είχε το νεράκι του μέσα και τη σχετική του ντομάτα για να γλυκαίνει, το κατέβαζε το τηγάνι και με το κουτάλι γέμιζε το αρνί ώσπου να χορτάσει και να το ράψει. Το άνιθρο δεν έπρεπε να λείπει για τη μυρουδιά.
Τα πηγαίναμε στο φούρνο της Κατερίνας, τα βάζανε στη σειρά και κείνη ήξερε πότε θα έβγαζε τα φτασμένα και θα έβαζε τα νέα. Δεν θυμάμαιαν δίναμε  τίποτα παράδες, νομίζω πως το έκανε για το αντέντ. Θυμάμαι μια φορά, μια λαμπρή που σε ένα ταψί, κάηκε ολόκληρη η λαδόκολλα που ήταν από πάνω κι έγινε κάρβουνο. Και το πήρε στραβά η κυρά Κατερίνα, το πήρε για γρουσουζιά. Και το σπιτικό που είχε το ταψί με την καμένη λαδόκολλα κάτι έπαθε, κάποιος πέθανε.
Τον σπουδαιότερο ρόλο στο φουρνιστό της Λαμπρής τον έπαιζε η παγίδα του αρνιού. Πάνω στο φαγί ο νοικοκύρης αρπούσε ξαφνικά την παγίδα και την έβλεπε, κι αλοίμονο αν είχε πάνω της κάνενα σημάδι. Ότι σημάδι είχε , το ξεδυάλιναν για τάφο, για θάνατο και δεν ήταν λίγα κείνα τα σπιτικά που περνούσαν μαυρη κι άραχνη Λαμπρή με τις προλήψεις του είδους αυτού. Το φουρνιστό το τρώγαμε και το βράδυ και την επαύριο, δυο τρεις μέρες ώσπου το βαριόμαστε. Μέχρι και σήμερα εξακολουθούμε να κάνουμε φουρνιστό αλλά πολλές νοικοκυράδες συνηθίζουν να βάζουν μέσα τώρα πατάτες κομμένες σε όμορφα σχέδια.
Το παλιό φουρνιστό ήταν σκέτο και μέσα στο ταψί βάζαμε όσο γόμο περίσσευε και δεν χωρούσε μέσα στο αρνί, έπρεπε να ράβετε το αρνί ευχερώς.
Κάθε Πάσχα, κάθε σπίτι  εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είχε και το φουρνάκι του, φούρνο χτισμένο κανονικά. Και όσα σπίτια δεν είχαν παλιά φουρνάκια, φτιάξανε στην πείνα του 1916 και του ’18, και τώρα τελευταία στη Γερμανική κατοχή για να ψήσουνε τις μπομπότες από το καλαμπόκι. Εκεί που τα μπερδεύανε λιγάκι, ήταν που το καπάκι της πόρτας δεν εφάρμοζε καλά και ξεθύμαινε ο φούρνος και τα ψωμιά δεν ψηνόντουσαν καλά.  Γι’ αυτό ως ότου πυρώσει ο φούρνος και τον πανιάσουνε, τρέχανε στο Καλαμιάρη με ένα καλάθι  και παίρναν, το γέμιζαν με κόκκινο χώμα που είναι πολύ συμπαγές κι αφού το κάνανε λάσπη, τον χρίζανε το φούρνο γύρω γύρω και έτσι τα φουρνιαστά και τα ψωμιά ξηροψηνόταν θαυμάσια.
Δεν μπορώ μέχρι τώρα να ξεχάσω τη μυρωδιά που βγάζανε τα λογής παξιμαδάκια που φούρνιζε η καλή μου μητέρα, με διάφορα μυρωδικά γενομένα, τα κριθαρένια παξιμάδια και το φουρνιστό αρνί της Λαμπρής.
Γιατί αυτό το φουρνιστό εκείνο δεν μοιάζει με το σημερινό φουρνιστό; Γιατί η μοσκοβολιά εκείνη δεν είναι η ίδια με τη σημερινή; Ένας βαθύς αναστεναγμός ας το δικαιολογήσει!!!»


 Βιβλιογραφία

- Λύτρας, Σ.(1985). Λαογραφικά. Αθήνα

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Η Δευτερανάσταση στα Πάμφιλα

Δευτερανάσταση αρκετά χρόνια πριν...

Η Δευτερανάσταση, ο «εσπερινός της Αγάπης» κατά την τυπική διάταξη της εκκλησίας μας (στους ορισμένους ναούς γίνεται το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα), κατείχε σημαντική θέση στην καρδιά των Παφλιωτών. Χρησιμοποιώ παρελθοντικό χρόνο για να τονίσω την διαφορά του τότε με το τώρα.  Δυστυχώς οι εποχές άλλαξαν, καινούρια έθιμα έκαναν την εμφάνιση τους στο χωριό και στη Λέσβο γενικότερα (για παράδειγμα το σούβλισμα του οβελία αντί του παραδοσιακού φουρνιστού αρνιού, που θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο), ο παραδοσιακός εκκλησιασμός των οικογενειών στην Αγία Βαρβάρα, που γέμιζε από κόσμο και ευχές για την Ανάσταση του Κυρίου, άρχισε να μην υπάρχει πια. Ας θυμηθούμε τις ωραίες εποχές που χάνονται μέσα από το υπέροχο άρθρο του Στρατή Λύτρα στα Λαογραφικά του, που αναφέρει τα έθιμα της Δευτερανάστασης του αιώνα που πέρασε και θα μείνουν για πάντα στις καρδιές μας. 

«Την επαύριο της Ανάστασης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έρχεται η Δευτέρα Ανάσταση. Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου της Ανάστασης σ’ όλες τις ξένες γλώσσες βγαίνει έξω η ανάσταση, ο Ιερός Κλήρος και οι ψάλτες και κάνουν το γύρο του χωριού, για να γιομίσουν από χαρά και φως αναστάσιμο οι αυλές των σπιτιών με τα ορθάνοιχτα παράθυρα που καπνίζουν από λιβάνι. Τα θυμιατά τα τοποθετούν από το προηγούμενο βράδυ πάνω στα περβάζια των παραθύρων για να είναι έτοιμα για τη Δευτερανάσταση που θα περάσει. Επι Τουρκοκρατίας ο Χαμίτ μας είχε δώσει πολλά δικαιώματα γύρω από την εκτέλεση των θρησκευτικών μας καθηκόντων. Η Κοινότητα καλούσε όσα παλικάρια είχανε «τσεφτέδες» (κυνηγετικά όπλα) να παρουσιαστούνε το πρωί της Δευτερανάστασης, να τους προμηθεύσει μπαρούτι και τάπες, για να λάβουν μέρος στην περιφορά της. Από βραδύς στην πρώτη Ανάσταση στο περίβολο της εκκλησίας ήταν τα ίδια τα παλικάρια παρατεταγμένα με «τσεφτέδες» που στις κάνες τους είχαν λουλούδια κόκκινα δεμένα και με τον Χριστός Ανέστη ρίχνανε όλοι μαζί χαιρετώντας τον αναστάντα Χριστό. Τους χορηγούσε μπαρούτι ο κυρ-Ηλιάς η Μαριόγκα που του το έδινε η κοινότητα. Πόσο γρήγορα ξαναγεμίζανε, για να είναι έτοιμοι να ρίξουν όλοι μαζί στην επόμενη στάση, δε λέγεται. Χαρτούσες δεν κουσουμάρανε τότε ακόμα.
Δευτερανάσταση 1993

Η πομπή παίρνει το δεξιό σοκάκι μπροστά από το σταθμό χωροφυλακής, προχωρεί, στρίβει από του Βέτσου το σπίτι, μπαίνει στο μεγάλο δρόμο προς τον «όξω τσεσμέ» σταματά στη διασταύρωση με τον δημόσιο δρόμο, απευθύνη δέηση , προχωρεί επί της εθνικής οδού, σταματά στον καφενέ του Ασημίνου (αναπέμπεται δέηση), προχωρεί προς το Δημοτικό σχολείο(αναπεμπεται δέηση), γυρίζει πίσω, παίρνει το δρόμο για τον Ταξιάρχη, σταματά (Δέηση) προχωρεί προς την Αγία Παρασκευή, στρίβει δεξιά προς την εκκλησία του Χριστού, ξαναγυρίζει, ανηφορίζει, και από το μισό «Κατουρλά» ανεβαίνει, περνά μπροστά από το Κατσακούλειο και μπαίνει απ’ την αργαστήρα στην αυλή της εκκλησίας απ’ το φούρνο του Μελένιου.
Καθ’ όλη τη διαδρομή καίνε έξω από τις οξώπορτες , του δρόμου δεξιά κι αριστερά, μέσα σε κεραμίδια ανάσκελα. Καίνε μπόλικα θυμιάματα.
Ταπεινός προσκυνητής παίρνω μέρος στην περιφορά. Η ωραία πομπή φέρνει ένα γύρο όλο το χωριό, σταματά στα τρίστρατα, αναπέμπει δεήσεις. Πολλά στενοσόκακα, δεξά ζερβάσπίτια ερειπωμένα, παραθυρόφυλλα που κρέμονται στον αέρα, φθαρμένα από τον αδήφαγο χρόνο, αυλότοιχοι γκρεμισμένοι, χορταργιασμένατα τσακμά, σοκάκια από χαμομήλι, αγριοβασιλικά και κάπαρη.
Αναθυμιέμαι τα παλιά και θλίβεται η ψυχή μου.
Κοπέλες ολόρθες στα παράθυρα του πάνω σπιτιού (του Καλού Σπιτιού) ντυμένες με τις λαμπριάτικες καινούριες φούστες, με τα τσιτωμένα τους χρωματιστά μπλουζάκια, με τα μαλλιά βρουλίδες μια στο στήθος ριγμένη κι η άλλη μιά πίσω να κάνουν με ευλάβεια πολύ το σταυρό τους και να εναποθετούν την παλάμη τους στα ζωνταντά αγνά φουρφουρένια στήθεια τους.
Με τι γρηγοράδα, περνώντας η Δευτερανάσταση, κάτω από τα παράθυρα του καρφιτσώνουν στο γύρο της ματαξωτά «πουσάκια». Καμιά προτίμηση οι λεύτερες, παρακαλώντας ο αναστηθείς Χριστός να μεριμνήσει για έναν καλό γαμπρό. Ακόμα ο αναστηθείς Χριστός να φυλάγει και να προστατεύει τους δικούς της θαλασσινούς που αρμενίζουν στα πέλαγα.
Τι γλυκά αλήθεια που τρέχανε τα ζεστά τους δάκρυα από τα όμορφα ματόκλαδα τους την ώρα που καρφιτσώνανε τα μεταξωτά μαντήλια, την ώρα που κάνανε το τάμα τους; Και οι μανάδες να τροφοδοτούν τα θυμιάματα με λογής μοσχολίβανα, και δεντρολίβανα φερμένα και φυλλαγμένα επί τουτου, από τον Άγιο Τάφο!!!
Λίγο παραπέρα πάλι σ’ άλλο παράθυρο η χαροκαμένη μάνα ντυμένη στα ολόμαυρα, μόλις διακρίνεται που κάνει το σταυρό της και θυμιάζει για τις ψυχές των δικών της.
Λίγο ακόμα παραπέρα, πάλι σ΄άλλο παράθυρο αλλάζει το ταμπλώ. Γειτόνισσες και συγγενείς προσπαθούν να κρατήσουν όρθια την άρρωστη χρόνια κοπέλα, που το μαράζι του «Χτικιού» την έχει αφανίσει και που τώρα φλουρί-κίτρινη η άρρωστη προσπαθεί με πολύ κόπο κι ανάσα κομμένη να προσκυνήσει την Ανάσταση που περνά.
Κάτω από το παράθυρό της, κάνει την ύστατη προσευχή της για να της δώσει ο Χριστός την υγεία της-αλοίμονο, με το πέσιμο των φύλλων νυφοστολισμένη θα κατέβει το μαύρο μνήμα με χρυσάνθεμα στολισμένο το προσκέφαλο της και με τα κερένια στεφάνια του γάμου που ποθούσε και δεν πρόφτασε να τα φορέσει.
Από άλλα πάλι παράθυρα ο πατέρας ή ο μεγάλος γιος με τον Γκρά στα χέρια, ρίχνει καμιά κουρσουνιά στον αγέρα χαιρετώντας την ανάσταση. Ακόμα πιο πέρα φτάνοντας κατά το τέρμα η πομπή, βλέπει κανείς κάτι μαυροφορεμένες γριούλες που είχανε άντρες και παιδιά και τώρα τα στερήθηκαν όλα, με τα σκελετωμένα χέρια τους, μισές μέσ’ τη πόρτα μισές έξω, θυμιάζουν τα εξαπτέρυγα και τον αναστάντα Χτιστόν, ενώ δυο δάκρυα κυλούν στα μάτια τους, αναλογιζόμενες πώς ήταν και πώς κατάντησαν χτυπημένες από τη μοίρα τους. Αποσυρομένης της πομπής κλείνουν τη ρημαγμένη πόρτα τους για να κλειστούν και πάλι στο ερημητήριό τους να κλάψουν τον καημό τους και τη μοναξιά τους.
Μανάδες, αδερφάδες, χήρες γυναίκες, ξέρω πως δεν μπορείται να ξεχάσετε με κανένα τρόπο κείνους που φύγανε και που δεν γυρίζουν πίσω. Έτσι είναι η ζωή, οι χαρές της είναι πολύ λίγες σταγόνες, και οι πίκρες άφθονες, ωκεανός απέραντος.
Αν δεν αμαρτάνω διερωτώμαι, γιατί ο θεός, ο Μεγάλος Θεός έδωκε στον επίγειο κόσμο, έδωκε λέγω τη Δυστυχία ωκεανό;
Οραματίζομαι τις παλιές Κυράδες με τον κότσο στα μαλλιά, με τα κρινολίνα, με τις αρμαθιές τα φλουριά, σειρά τα πεντόλιρα, τη δεύτερη σειρά τις τούμπιες, τα αγιοκωνσταντινάτα, και στο τέρμα δυο τρεις σειρές από κοράλια, κι αδρύ μαργαριτάρι.......
Φτάσαμε πίσω στην εκκλησία, περνάμε ξανά μπροστά από την ανάσταση, ψηλαφίζοντας στο στήλο της, και παίρνουμε θέση να φιλήσουμε το θείο Ευαγγέλιο και το χέρι του ιερέα, για να ακούσουμε άλλη μια φορά από τον χορό των ψαλτάδων το Χριστός Ανέστη και «του χρόνου» από τον εφημέριό μας.
Ας μας συγχωρέσει ο φίλος αναγνώστης που δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτή την ωραία ανάμνηση που αποτελεί ένα κομμάτι από το είναι μας. Ηταν αλήθεια ωραία η παλιά εκείνη ρομαντική εποχή, τώρα φύγαν για πάντα και χάθηκαν.

Δευτερανάσταση λίγο μετά το 2000

Δευτερανάσταση 2016... η εικόνα μιλάει από μόνη της...



Υ.Γ. Γυρίζοντας γύρω στο χωριό τη Δευτερανάσταση σταματούσαμε όπως αναφέρω στα τρίστρατα που κατά τύχη είχε μεγάλες αυλές με φρύτζες από σαλτίμια όμορφα ασπρογάλαζα λουλούδια όμοια με τσαμπιά σταφυλιών. Τι μυρωδιά ήταν αυτή! Περίφημη. Και είχε τέτοιες φρίτζες του Βαγγέλη του Βέκιου το σπίτι, του Ευαγγελινού, του Λεωνίδα, του Κουτρουμπή, του Αντώναρου και άλλα.»

Βιβλιογραφία:
1. Λύτρας, Σ. (1985). Λαογραφικά. Αθήνα

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Παρεκκλήσιο Αγίας Παρασκευής



Η Αγία Παρακευή

Αν πάρουμε το δρόμο που στρίβει δεξιά από την κεντρική πλατεία των Παμφίλων, στο πρώην Ζαχαροπλαστείο του Τάκη Αβαγιανου, νυν παντοπωλείο Μυρσίνης Κατσαρου, θα συναντήσουμε λίγα μέτρα αργότερα στα αριστερά μας το γραφικό παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής.
Ο μοναδικός και ανεπανάληπτος λαογράφος του χωριού μας Στρατής Λύτρας έχει καταγράψει στο βιβλίο του « ΤO PALLMES, Ελπίδα η μοναχή», εξαιρετικά σημαντικές πληροφορίες για το παρεκκλήσι, που γνωρίζουν μόνο οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του χωριού. Προσπαθήσαμε να καταγράψουμε αυτούσιο το κείμενο, διατηρώντας την ορθογραφία και τη σύνταξη του συγγραφέα, ώστε να περισώσουμε και να μεταλαμπαδεύσουμε στις νέες γενιές λαογραφικά στοιχεία του χωριού που κινδυνεύουν να χαθούν. Θα παρατηρήσουμε ότι η ιστορια καταγράφεται δύο φορές, πιθανότατα από δύο διαφορετικές πηγές.  




Ο Στρατής Λύτρας αναφέρει:

       «Εκεί που είναι χτισμένη τώρα η Αγία Παρασκευή, το εκκλησάκι του χωριού μας, εκεί όπως μαρτυρούν υπήρχε ένας μεγάλος πύργος αψηλός με σαχνισίνια, με δυο πατώματα μεγάλα με πρόσωπο προς τον δρόμο και τον απέναντι Πύργο της Κρασάδαινας. Από κάτω στην είσοδο ήταν η μαγάλη «Κατώγα» αψηλή κατώγα που δεν είχε πηγάδι στο μέσον.
Εκεί μέσα σ’ αυτό τον Πύργο παντρευτήκανε οι γονείς της Βασιλικής. Ο πυργοδεσπότης ήταν χασάπης και ζωέμπορος μαζί. Κάθε βδομάδα έφερνε για λογαριασμό του ένα δυο καίκια με βόδια και μοσχάρια. Με το γάμο του, που έγινε και ζωέμπορος, αμέσως προέκυψε η ανάγκη να υπάρξει σταύλος και το σπουδαιότερο να υπάρχει και νερό να ποτίζουν και τα ζωντανα και να πλένεται και ο σταύλος, με φρουκαλιά και μπόλικο νερό. Στην Κατώγα δεν υπήρχε ακόμα ως τόσο το πηγάδι που σώζεται μέχρι σήμερα και που πιστοποιεί το αγίασμα της Αγίας. Σε βάθος εκεί ακριβώς που είναι χτισμένο το σπίτι της Γιασεμής Μυρογιάννη, υπάρχει και άλλο πηγάδι που το σκεπάσανε και παίρνουν το νερό με σωλήνα. Μπορεί να πρόκειται και γι’αυτό το πηγάδι με το πολύ νερο, γιατί θρυλείται πως φάνταζε το πηγάδι αυτό – επίσης λέγεται πως εκεί ήταν δύο πύργοι και όχι ένας και τους χάλασε και τους δύο ο πυργοδεσπότης τους.
Το πηγάδι αυτό ανέλαβε να το ανοίξει ο κυρ Ηλίας – η Μαριόγκα – που ήταν μετέπειτα κλητήρας στη Δημογεροντία του χωριού και συνάμα κλητήρας και στην εκκλησία, με την υποχρέωση να γυρίζει μέσα στο χωριό, να ειδοποιεί τους νοικοκυραίους πως «η ώρα είναι για την εκκλησία».
Όταν ο εργολάβος του πηγαδιού έφτασε σε ορισμένο βάθος, ξεπήδησε μπόλικο νερό – «Δούναβος». Παράξενο νερό σε ποσότητα, που οι ενδιαφερόμενοι το τρομάξανε. Και κάτι άλλο πιο παράξενο. Ο εργολάβος που άνοιγε το πηγάδι, ο κύρ Ηλίας υπέφερε πολύ από τα μάτια του και από τη στιγμή που ξεπετάχτηκε το νερό κατάλαβε πως ελάφρυναν τα μάτια του, που του πονούσαν τυρρανικά, και έφυγε από μέσα τους ένα σύννεφο που τα κρατούσε θολωμένα. Κοκκινίζανε και τρέχανε δάκρυα ποταμός σε σημείο που να μην μπορεί ο δόλιος να εργαστεί. Πρέπει να σημειωθεί, όπως είναι γνωστό, ότι η Αγία Παρασκευή θεραπεύει τα πονούμενα μάτια. Γι’αυτό και υπάρχουν πολλά ξωκκλήσια στο ονομά της στο νησί.
Όταν η κατώγα του πύργου μετεβλήθη σε σταύλο μπορεί να φανταστεί κανείς τι βρωμιά επικρατούσε με τις κοπριές των ζώων. Εκεί μέσα πρέπει να έσφαζε και όλα τα ζώα που πουλιόταν το κρέας του στο χασάπικο.
Το χασάπικό του ήτανε τότε εκεί που είναι σήμερα το γραφείο του συναιτερισμού. Πιο πάνω και στο βάθος ήταν ο νερόμυλος που άλεθε τις ελιές με πηγάδι μέσα. 
Κάθε βράδυ ο πυργοδεσπότης έβλεπε να του ψοφάνε δύο με τρία βόδια χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος. Πολλές φορές πηγαίνοντας η πυργοδέσποινα να ανοίξει την Κατώγα το πρωί έβλεπε ξύπνια με τα ίδια της τα μάτια τρεις κοπέλες να κάθονται στα χείλη του πηγαδιού, να φουσκώνει το πηγάδι, να ξεχειλίζει το νερό και να φτάνει ως τα γονατά της. Όταν ρωτούσε η πυργοδέσποινα ποιές είστε εσείς οι κοπέλες εκείνες απαντούσανε: Είμαστε η Αγία Παρασκευή και η Αγία Τριάδα. Και αμέσως εξαφανιζότανε. 
Το γεγονός αυτό, την θεαματική αυτή οπτασία την έλεγε στον άντρα της, κάθε φορά που αξιωνόταν και τον συνιστούσε μάλιστα, να πάψει να χρησιμοποιεί για σταύλο την κατώγα. Του έλεγε η δόλια πως και τα βόδια που ψοφούν από αυτό είναι. Εκείνος όμως έτσι όπωε ήταν ισχυρογνώμων δεν ήθελε να το παραδεχθεί. Συνέβαινε όμως και κάτι χειρότερο. Όσα παιδιά έκανε ο πυργοδεσπότης του πεθαίνανε μόλις γεννιόταν, ακόμα και ύστερα από αυτό έκανε πως δεν καταλάβαινε. Δεν παραδεχότανε ούτε θεό, ούτε Άγιο, από την άλλη μεριά η κόρη του Βασιλική που η Αγία είχε πει όταν τη βαφτίζανε να την βγάλουν Παρασκευή, μαζί με όλους τους οικείους τους κωφεύανε την επιθυμία της Αγίας. Η Βασιλική έβλεπε τακτικά στον ύπνο της την Αγία Παρασκευή και της έλεγε: Παρασκευή, πρόσεξε, δεν πρέπει να παντρευτείς.
Ακόμα και το Τουρκί που είχανε για παραγυιό που κοιμόταν μέσα στο σταύλο, για να έχει το νού του στα ζωντανά τα βράδια, του έλεγε «Παναγιώτ’ αφέντη, εδώ Άγιους», δείχνοντας το πηγάδι.
Ένα πρωινό που μόλις είχε γυρίσει από το ταξίδι που έφερε μεγάλα ζώα, η Πυργοδέσποινα άκουσε άγριες φωνές, ταυρόχρονα άκουγε και χτυπήματα πάνω στον πύργο. Τρέχει αμέσω, ανεβαίνει τις σκάλες, τρέχεις στο υπνοδωμάτιο τους και βρίσκει τον πυργοδεσπότη βουβό να μην μπορεί να προφέρει λέξη, και να δίνει να καταλαβαίνουν με τα νοήματα, πως πρέπει να φύγουν αμέσως από τον Πύργο, γιατί οι ριτίνες πέφταν από το ταβάνι πάνω στο σώμα του αναμένες και τον καίγανε. Και ούρλιαζε, όπως κάνει ο άνθρωπος που καιγεται και λαμπαδιάζει: Βγάλτε με αμέσως, απάνω μου ρίχνουν ριτίνες αναμμένες, φωνάζει απεγνωσμένα. Και τον σηκώσανε αμέσως οι τέσσερις και τον κατεβάσανε βουβό, και τον άφησαν μέσα στο δρόμο. Αυτό ήταν και το πρώτο και τελευταίο κάμωμα και δεν ξαναπάτησε στον πύργο ποτέ πια.
Πήραν λοιπόν απόφαση άμεση το αντρόγυνο και άρχισαν να χαλούν τον πύργο και να μεταφέρουν τα υλικά λίγο χαμηλότερα όπου βρίσκονται τα δύο σπίτια που στέκονται μέχρι σήμερα. 
Όταν χάλασαν τον Πύργο αυτόν και είχαν φτάσει κοντά στο πηγάδι, είδε η Βασιλική και περνούσε από μπροστά της ένα καζάνι γεμάτο λίρες ολόχρυσο και από τότε που το είδε επί επτά ημέρες έμεινε βουβή.

 
Το θαυματουργό πηγάδι με το Αγίασμα

Η παλιά θυρίδα της Αγίας στον ανατολικό τοίχο του περίβολου


Κ.7
 Τους εκτιμούσε όλους η Αγία, και γονείς και συγγενείς, αλλά όλοι αυτοί «αγρόν ηγόρασαν» και σαν παράδειγμα τα παιδιά του πυργοδεσπότη αρρωστούσαν συχνά και πέθαιναν, πλην όμως οι γονείς δεν συμμορφώνονταν. Το λέγανε οι πρωτινές οι γυναίκες, πως όπου υπάρχει άγιος δεν πρέπει να υπάρχει ανδρόγυνο κοντά του.

Κ.8
Το ίδιο «το Τουρκί» που το είχε παραγυιό ο πυργοδεσπότης είδε στον ύπνο του την Αγία και του είπε: Να πείς σ’ αυτόν που έχει τα ζώα να μην κατεβάζει κρέατα μέσα στο αγιασμά μου γιατί θα τον τιμωρήσω και το είπε το τουρκί: Τι να σου πω εφέντημ, έρχεται μια γυναίκα κάθε βράδυ στον ύπνο μου, γυρίζει γύρω γύρω από το πηγάδι και μου λεγει να σου πω να μην κρεμάζεις κρέατα μέσα στο πηγάδι. Το τουρκί κοιμόταν στην κατωγα του πύργου, για να έχει το νου του τα ζωντανα. Τα κατεβαζε τα κρέατα στο πηγάδι για να μην βρωμίσουν αλλά το πρωί που τα ανέβαζε ήταν γεμάτα σκουλίκια. Τότε δεν υπήρχανε τα ψυγεία, όπως τώρα. Ο πυργοδεσπότης  δεν πίστευε σε τίποτα, ότι και να του λέγανε η γυναίκα του και η κόρη του ήταν κεφάλι αγύριστο. Ένα βράδυ, εκεί που κοιμόταν ξύπνησε απότομα και έβαλε τις φωνές και ξυπνήσανε όλοι στο σπίτι, και βουβάθηκε και δεν μπορούσε να μιλήσει, έφαγε πολύ ξύλο, αλλά τι έπαθε δεν το ομολόγησε σε κανέναν. Ήτανε κίτρινος σαν το λεμόνι, σαν το θειάφι, και διέταξε τη γυναίκα του κείνο το βράδυ να μη φύγει κανείς, όλοι οι συγγενείς τον φύλαγαν. Χίλιες φορές την είπε την Βασιλική να μην παντρευτεί, και ότι θα έβλεπε πολλά από την Αγία, αλλά εκείνη έκανε το δικό της. 
Τι είδε και τι έπαθε ο χασάπης σε κανένα δεν είπε τίποτα. Και την επαύριο το πρωί διέταξε μετακόμιση από τα πυργιέλια, χάλασε τον πύργο και κουβάλησε τις πέτρες και έκανε αυτά τα σπίτια, και δεν τόλμησε να το χτίσει πια το οικόπεδο, ούτε να το πουλήσει και το κάνανε δωρεά στην εκκλησούλα που έγινε τώρα. Ο Στρατής ο Κωντάρας όταν ρωτήθηκε από κάποιον τί έπαθε ο Πυργοδεσπότης του είπε πως τον έδειρε η «Αγία».
 Δεν επέτρεπε έλεγε η Αγία να υπάρχει αντρόγυνο νέο στον περίβολό της μέσα, και πολλές φορές το είπε στον ύπνο της Πυργοδέσποινας πως ότι το απαγορεύει  και πως πρέπει να φύγουν από τον πύργο αυτόν. Το κάμωμα που έπαθε ο πυργοδεσπότης θα το θυμάται για πάντα. Έλειπε ταξίδι κανά μήνα και όταν γύρισε ένιωσε το σώμα του να βγάζει φωτιές, σαν τα κρέατά του να βγαίνανε πέτσες πέτσες, φωνή, κακό, και κανείς δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται. Εκείνος όμως ήξερε καλά  ο σκασμένος. Και η καημένη η γυναίκα του έκανε το παν να μην φαίνεται όμορφη, αλλά μάλλον αποκρουστική, φρόντιζε να μην τον προκαλεί με κάθε τρόπο. Όταν επρόκειτο να πεθάνει ένα μικρό παιδί είδε στον ύπνο της την Αγία και της είπε: Στείλε  το Τουρκί στο Μανταμάδο να φωνάξει τον άντρα σου γιατί θα πεθάνει το παιδάκι, και πράγματι πέθανε και τις πεθάνανε και άλλα δυο παιδιά.
Όταν γεννήθηκε το κοριτσάκι του πυργοδεσπότη τους είπε η Αγία καθ’ ύπνον, όταν το βαφτίσουνε να το βγάλουνε Παρασκευή και όχι Βασιλική.
Η μάνα του παιδιού όμως δεν άκουσε την Αγία, και την ώρα που βαφτίζανε το παιδί μελάνιασε στα χέρια του παπά και αναγκάστηκαν να το φωνάξουν Παρασκευούλα, για να συνέφερει. Από μικρή, που παρουσιάζονταν στον ύπνο της, τη συμβούλευε να μην παντρευτεί. Της έδειξε  μάλιστα και ένα καζάνι φλουριά μέσα στο νερό.
Κάποια παεπιδημούσα Κατίνα Κάρτσακλη πήρε ένα καδέλι να ανασύρει νερό από το πηγάδι της Αγίας, και μόλις το ανέσυρε βλέπει μέσα στο νερό στο καδέλι ένα εικόνισμα. Και έβαλε τις φωνές: Καλέ καλέ, ένα εικόνισμα...
Η Βασιλική παντρεύτηκε 20 χρονών. Φύγανε με τον άντρα της για το Αιβαλί, όσα παιδιά κάνανε στην Ανατολή όλα πέθαναν και μονάχα όταν γυρίσανε πρόσφυγες με την Καταστροφή του 1922 και ήρθανε πάλι στο χωριό, από τότε και δώθε κανένα παιδί της δεν πέθανε.
 Ο Πυργοδεσπότης ο χασάπης ζήλευε πολύ τη γυναίκα του. Η πυργοδέσποινα είχε ένα θείο Κατσακούλη η «μιλόπτα», όπως τον παρομοιάζανε, όταν κάποτε πήγε σπίτι της να χαιρετήσει – ήταν θείος της – να διεκτραγωδήσει την κατάσταση που ήξερε, και έβλεπε, είπε το παρακάτω τραγούδι:
Ω Παναγιά μ’ τα πράγματα
πως παν και πως γυρίζουν
άλλοι τα κανουν τα παιδιά
 κι άλλοι τα περιορίζουν

Τη ζήλευε τόσο που δεν την άφηνε τη δόλια να πάει ούτε εκκλησία. Τον ρωτούσε να πάω στην εκκλησία και απαντούσε, ναι να πας. Ντυνόταν έβαζε τα καλά της και πήγαιε μπροστά του. Ε, είμαι καλή. Καλή και όμορφη είσαι, ε, είναι σαν να πήγες στην εκκλησία, αντε τώρα να ξεντυθείς. Και έμεινε η δόλια με την όρεξη της.
Άκουγε τον κόσμο, κόσμο άκουγε και κόσμο δεν έβλεπε. Η γιαγιά της Αθανασίας Βάη της έλεγε, παντοτε πώς εκεί κρύβεται θησαυρός ολόκληρο καζάνι. Λένε πώς κι άλλη γυναίκα είδε στο ονειρό και της έδειξε τρεις βόλους μεγάλους χρυσους.
Εκεί στον περίβολο της θυρίδας της Αγίας Παρασκευής πάθαν τα παιδιά της Μοριανής, και ο Παναγιώτης της Πρασινάδας.



ΘΑΥΜΑΤΑ: 
Της κυρίας Μαρίας Κατσαβέλλη πονούσαν τα μάτια της. Έκρινε καλό να παρακαλέσει την Αγία να γίνουν καλά. Και μόλις έπλενε τα μάτια της με νερό από το Αγίασμα έγιναν καλα.
Είδανε ακόμη πως το πηγάδι μέσα στον πάτο ήταν γεμάτο χρυσά νομίσματα, αλλά τις είπανε πως για να γίνουν πραγματικά, έπρεπε να σφάξουν ανθρώπινο κουλμπάνι, αλλιώς δεν γινόταν τίποτα. Ξέρω και από άλλα περιστατικά, πως όταν το πνεύμα που βλέπεις στον ύπνο σου, είναι ειδωλολατρικό, δεν είναι χριστιανικό, τότε επιθυμεί να χυθεί ανθρώπινο αίμα, όταν όμως είναι χριστιανικό, τότε δεν θέλει κουλμπάνια, αλλά απλώς σε ειδοποιεί να πάρεις θησαυρό γιατί εσένα επέλεξε – ποιος ξέρει το γιατί – ως κατάλληλο. Ωσαύτως η κυρία Αγλαία Γραμματά μου ανέφερε πως μέσα στο πηγάδι είδανε τρεις κοπέλες και ότι παρουσιάστηκε η Αγία Τριάδα – έτσι πιστεύουν, και στη θυρίδα είναι λοιπόν η θαυματουργή Αγία Παρασκευή και η Αγία Τριάδα.
Εκεί που είναι σήμερα η θυρίδα, εκεί είναι η χάρη της, και είναι όπως μας λένε και η χάρη της Αγίας Τριάδας. Ακριβώς απέναντι η μια θυρίδα στην άλλη. Μικρά παιδιά μας έλεγε η καλή μας μητέρα να μην περνάμε από εκεί, και να μην παίζουμε μπροστά στη θυρίδα. Πολλά βρωμόπαιδα κατουρούσανε και φαντάσου πόσο αμαρτάνανε. Λένα μάλιστα ότι πως ο Παναγιώτης της Πρασινάδας έχασε το λογικό του από αυτή την αιτία, επίσης και πως της Μοριανής η κόρη πως έπαθε εκει. Κατά την αφήγηση της Αθανασίας Βαγή απέναντι ακριβώςαπό την θυρίδα της Αγίας Παρασκευής υπήρχε μια άλλη θυρίδα που ήταν για χάρη της Αγίας Τριάδας. Την θυρίδα αυτή όπως αφηγήθηκε η γιαγιά της Αθανασίας στη μητέρα της, η Μοριανή τη χάλασε και πήρε μέσα τον τοίχο, και γιαυτό το λόγο έπαθε και το παιδί της, η Μαρία.
Η κυρία Αθανασία μας διηγείται επίσης. Από επάνω απ’ τη θυρίδα της Αγίας Παρασκευής ήταν Πυργέλι που το είχε ο παπάς τότε κελί. Στα θεμέλια του τότε πύργου ακριβώς κάτω από τη θυρίδα ονειρεύτηκε η παπαδιά κρυμμένο χρυσό. Πήγε η παπαδιά, έσκαψε τον βρήκε και έβαλε τα χέρια της και πήρε μια χούφτα. Την παραφύλαγε όμως ο παπάς και την ώρα που της μίλησε, γίνηκαν κάρβουνο τα υπόλοιπα.

Θαύμα 3ο: Η Ιουλία Ε. Λύτρα προσεβλήθηκε σε μεγάλη ηλικία από Ιλαρά, διότι έβγαλε και μέσα στο μάτι. Ανησυχούσαμε όλοι  - μάτι έιναι αυτό. Όταν το αντελήφθη η θεία της Μαρίκα (θεός συγχωρέστην) τρέχει αμέσως στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, παίρνει το μάτι που ευρίσκεται ως αφιέρωμα και το έδεσε πάνω στο μάτι της με ένα άσπρο τουλουμπάνι και έμεινε μια βραδιά και όταν το πρωί σηκώθηκε, το μάτι δεν παρουσίαζε τίποτα. 
Μια σημείωση: Η Π. Βασιλική ποτέ δεν έμπαινε μόνη της στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Φοβόταν – Δεν έλεγε όμως το γιατί σε κανέναν – και όπως το θυμόμαστε και από πρίν και τώρα τελευταία είχε πάθει έτσι κάτι σαν αγιοφοβία – σαν άγγελο – σκιάξιμο: θα λεγαμε.
Το 1964 η Ευσεβής Χριστιανή Βασιλική Τριανταφύλλου ενδιαφέρθηκε να περάσουν ηλεκτρικά φώτα στο εκκλησάκι της Αγίας. Με έρανο μάζεψε ένα ποσό, και αφού έβαλε και δικά της , έστειλε το χρηματικό ποσό στη μητέρα της από τη Γερμανία για να το παραδώσει στον παπά. Όντως η μητέρα της Βασιλικής παρέδωσε το χρηματικό ποσό στον παπά της Αγίας Βαρβάρας. – Ο παπάς είπε στη μητέρα της Βασιλικής πως δεν πρέπει τα χρήματα να ξοδευτούν για το φωτισμό της εκκλησίας γιατί η εκκλησία δεν έχει εισπράξεις και δεν μπορεί κάθε μήνα να πληρώνει το φωτισμό στη ΔΕΗ, αλλά πρέπει να ξοδευτούν κάπου αλλού.
Τη λεπτομέρεια αυτή δεν την ήξερε η ενδιαφερόμενη γιατί δεν της το έγραψε η μάνα της από τη Μυτιλήνη. Ένα βράδυ λοιπόν βλέπει στον ύπνο της μια γυναίκα μαυροντυμένη σοβαρή κι έρχεται και της λέγει: Με λένε πως είμαι φτωχειά, αλλά νερό έχω και δίνω, και χάθηκε από εμπρός της. Επαναλαμβάνω πως η Βασιλική που είδε το όνειρο δεν ήξερε ακόμη πως οι εισφορές αυτές διατέθηκαν για άλλη δουλεια.
Μετά από λίγο καιρό παίρνει η Βασιλική ένα γράμμα στη Γερμανία, που της έγραφε πως η εκκλησία δε συνάζει τα χρήματα για να πληρώσει το φωτισμό, αν θέλεις να υποστείς εσύ τα έξοδα να τα αναλάβεις. Τότε κατάλαβε η Βασιλική πώς έχει όλο το θέμα.
Αφήγηση ευσεβούς Χριστιανού Π. Λ.

Είδε στον ύπνο του, σαν να βρισκότανε στη μέση ενός λόφου σε έκταση σαν το λόφο του χωριού μας «Ατίγανο». Δεν υπήρχαν καθόλου δέντρα, ούτε σπίτια γύρω γύρω, και ξαφνικά εκείνη την ώρα γίνηκε σεισμός, μεγάλος σεισμός, και με το πρώτο κούνημα του εδάφους άρχισαν να αποσπώνται από την κορυφή του λόφου πολλές πέτρες, βράχοι μεγάλοι. Έβλεπε λέγει τις μεγάλες πέτρες που ξεκολούσαν από την κορυφή του λόφου, να παιρνούν τον κατήφορο, μιά πίσω από την άλλη με τη σειρά και να περνάνε κανά δυο μέτρα από πλάι του περιμένοντας έτσι να περάσουν κι από πάνω του και να τον παρασύρουν στον γκρεμό.
Μέσα σε εκείνη την απόγνωση, μέσα σε εκείνη την αγωνία, μέσα σε εκείνο το χαμό, παρουσιάστηκε κοντά του μια γυναίκα νέα στην ηλικία που ήταν ντυμένη με παρδαλά ρούχα, έμοιαζε σαν γυφτοπούλα, με κορμοστασιά σπαθάτη, ξερακιανή. Την ερωτά λοιπόν: Τι γυρεύεις καλέ εδώ μέσα στο κακό τούτο; Και εκείνη απάντησε: Να ήρθα για σένα, ήρθα εδώνα σε σώσω. Και ποια είσαι εσύ καλή γυναίκα; Είμαι η Αγία Παρασκευή, του απαντά. Ησύχασε η συνειδησή του βλέποντας πως η θεία δύναμη την έστειλε την Αγία για να τον συνδράμει, για να τον προστατεύσει από την οργή του εγκέλαδου.
Και αμέσως πιάνει με το αριστερό της θείο χέρι το δεξί δικό μου, συνεχίζει, και με μια μικρή ανεπαίσθητη προσπάθεια που κάναμε σαν αντίσταση στη γη που πατούσαμε, βρεθήκαμε αιωρούμενοι και οι δυό μας στο κενό, κρατούμενοι χέρι χέρι. Έτσι συντροφικά, όλο και ψηλώναμε, όλο και απομακρυνόμασταν από το λόφο, στο διάστημα, και αφού διαγράψαμε ένα μεγάλο κύκλο πάνω από της ανατολή το λυκαυγές αρχίσαμε να κατεβαίνουμε σε ίσιο κάμπο σαν το ίσιωμα του Αη Γιάννη, κοντά στην ακροθαλασσιά. Μόλις πατήσανε τα πόδια μας στο έδαφος την έχασα την Αγία από κοντά μου. 
Λυπούμαι που υπάρχουν γυναίκες που γνωρίζουν πολλά πράγματα γύρω από την Αγία Παρασκευή, έχουν ακούσει και πολλά από τα κυρίως δρώντα πρόσωπα, και δεν θέλουν να μιλήσουν- λέγω σ’αυτές πως δεν υπάρχει κανένα συμφέρον στο μέσο, δεν πρόκειται να καρπωθεί κανείς χρήματα, απλώς ότι πρέπει μια και έχουμε μέσα στο χωριό μας τέτοια θαυματουργά εικονίσματα, πρέπει να τα προσέξουμε, γιατί αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε, και ότι γίνεται γίνεται «προς δόξαν Θεού». Προχθές επληροφορήθη πως αιτία να κτισθεί η μικρή αυτή εκκλησούλα που είναι σήμερα ανακαινισμένη, αιτία γίνηκε η μακαριστή «Ρηνιώ» Μοσχονησίου ή Γιαπέδαινα – έβαλε δικά της λεφτά, αλλά ζήτησε και την άδεια από τον Επίτροπο τότε Πανάρετο Ευστρατίου (Θεός συγχωρέστον) και έκανε έρανο και κατ’ αυτόν τον τρόπο ανηγέρθει το ωραίο αυτό εκκλησάκι. Τελευταία και μέσα στο Μάιο μήνα του 1979 με πρωτοβουλία του ευσεβούς χριστιανού Χαρίλαου Νέμτσα του Αποστόλου και της Μαριγούς δι’ εξόδων του ανακαινίσθη το γραφικό αυτό εκκλησάκι, και έγινε σαν λευκή περιστέρα. Μέσα ο Θόλος του εζωγραφίσθη, τ χρήματα ήταν δικά του και μερικών άλλων ευσεβών χριστιανών.»


Βιβλιογραφία: 

 Λύτρας, Σ. (1980) «TO PALLMES - Ελπίδα η Μοναχή». Αθήνα



***Ο Στρατής Λύτρας στα βιβλία του (Λαογραφικά, ΤΟ PALLMES – Ελπίδα η μοναχή, Ο Ιγνάτης ο Χάνος κ.α.) μας παρουσιάζει πάρα πολλές πληροφορίες για τη ζωή των Παμφίλων στις αρχές του 20ουαιώνα. Μέσας από αυτή την προσπάθεια προσπαθούμε να διαφυλάξουμε και να παρουσιάσουμε τα λαογραφικά αυτά στοιχεία στους σύγχρονους Παφλιώτες, ώστε να μην ξεχαστούν στο πέρασμα των χρόνων.