Πάμφιλα 1914

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Οι καφενέδες των Παμφίλων (Μέρος 2ο - Αρχές 20ου αιώνα)



Σε προηγούμενο άρθρο μας παρουσιάστηκε η ζωή στους καφενέδες του χωριού στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα από τον συνεργάτη της σελίδας Παύλο Αϊβαλιώτη του Γεωργίου. Στο παρόν άρθρο θα σας παρουσιάσουμε τους καφενέδες των Παμφίλων και της Παραλίας Παμφίλων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μέσα από το βιβλίο του Στρατή Λύτρα «Λαογραφικά». Επιλέγουμε να κάνουμε γνωστά τα κείμενα του Παφλιώτη συγγραφέα γιατί είναι οι μόνες γραπτές μαρτυρίες για τη ζωή του χωριού στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τη ζωή των καφετζήδων, των πελατών, τους μουσικούς, τα πανηγύρια, τους καφενέδες που είχε το χωριό καθώς και πληροφορίες για την όμορφή Παραλία των Παμφίλων εκείνης της εποχής.
« Οι καφετζήδες τα παλιά χρόνια κοιμόντουσαν μέσα στους καφενέδες των. Πάνω από το τεζιάκι, ήταν ολόκληρο δωμάτιο που έβαζε σκάλα και ανέβαινε ο καφετζής για ύπνο και τη φύλαγε ως το πρωί για να κατέβει. Επίσης πολλοί ξένοι  που έμεναν για διάφορες δουλειές αργά στο χωριό ζητούσαν την άδεια και όταν άδειαζε ο καφενές κοιμόνταν πάνω σε ένα καναπέ και την έβγαζαν ως το πρωί. Ξενώνας και ξενοδοχείο δεν υπήρχε. Στο χωριό ξέμεναν κάτι καπιστράδες από την Αγιάσο, κάτι καστανάδες, κάτι Αγιοπαρασκευώτες που φέρναν να πουλήσουν τα βραστερά κουκιά τους και γενικώς οι Παναγυριώτις της Αγίας Βαρβάρας. Την παραμονή της Αγίας Βαρβάρας έβγαζαν έξω από τον καφενέ, καρέκλες, τραπέζια, καναπέδες, ακόμα και τα κάδρα από τους τοίχους, τα ξεσκονίζανε, τα πλένανε με βρεγμένο πανί για να φύγει η σκόνη, σοφατίζανε τους τοίχους για να μυρίσουν ασβέστη, σκουπίζανε καλά το νταβάνι που ήταν κίτρινα τα σανίδια από την κάπνα της σόμπας, πλέναν το πάτωμα που ήταν πλακόστρωτο με σκούπες και μπόλικο νερό, κι όταν στέγνωναν το πάτωμα και οι τοίχοι, ξανακουβαλούσανε τα πραγματά τους μέσα, κι ήταν όλα μια χαρά να βλέπεις που λάμπανε όλα από καθαριότητα και νοικοκυρεμένη τοποθέτηση.


Το τεζιάκι έχε μεγάλο μάρμαρο και εκεί πάνω γραφόταν τα βερεσέδια του κάθε πελάτη. Η παρέα που το «ράντιζε» που έπινε ρακί, είχε μερίδα καθένας της παρέας τι και πόσα κερνούσε. Όταν τα πλήρωνε τα έσβηνε με ένα κομμάτι άλλο μάρμαρο.
Υπήρχαν καφενεία που είχανε κοντότα μουσική ντόπια, από το ίδιο χωριό, καμιά φορά ερχόταν και από τη Μυτιλήνη ή από το Μανταμάδο. Το Σάββατο βράδυ έπαιζε απαραίτητα η μουσική. Στην αρχή έβαζε κανένα μάρς ύστερα άμα κόλλαγε κανένας ή καμιά παρέα, γιατί υπήρχαν θαμώνες που γύρευαν αφορμή για χορό, άρχιζε τον τούρκικο, τον χασάπικο, τον συρτό, τον πολίτικο κτλ. Και ήταν ωραία τότε, και χορεύανε τους Δημοτικούς αυτούς χορούς χορευταράδες με βρακιά σαλβάρια, με ζουνάρια, άσπρα πουκάμισα μεταξωτά, γελέκια και παπούτσια σεβρά, και βίρα και κολλούσανε στη μουσική Κάρτα, Μετζήκια, χαρτιά, μέχρι Λουίζια, μετζέτκέδες.
Η μουσική αποτελείτο από τα εξής όργανα:
Πρώτο ένα βιολί καλό, πρώτο βιολί με νότες, είχαμε το Μανώλη το Διόλατζη απ’ το Ακράσ’. Παντρεμένος στο χωριό μας, μεγάλος μαστορας ο Μανώλης, σα βιολιτζής αγαπούσε το ρακί, ήταν επόμενο.
Ένα σαντούρι, είχε το γιό του πρώτο σαντούρι με νότες, τύφλα να’ χει το πιάνο του Μυρογιάννη. Πολλές φορές πολλοί μερακλήδες πελάτες διατάζανε να παίξει σόλο το σαντούρι. Τόσο όμορφα το έπαιζε του Ξτουφέλλ(ι).
Ένα κλαρίνο. Επίσης καλό, ένα από τα πρώτα του Νησιού. Το κλαρίνο έπαιρνε νότα από το βιολιτζή το Μανώλη. Τον έγνεφε κι ακολουθούσε περίφημα. Παφλιώτης και αυτός ο μουζικάντης.
Μια κραν κάσα που κρατούσε τα ακομπανιμέντα, αυτή την κυβερνούσε ο Βαγιάννης από τη Θερμή, παντρεμένος στο χωριό μας , του Γιουργάτς πρώτο ποτήρι, ρακί με την ψυχή του.
Αρχηγός η Μανώλς, κείνος τον γύριζε το σκοπό στο χορό, από τον τούρκικο στο χασάπικο, και όπως έβλεπα, μια ματιά του στους συναδέλφους του ήταν αρκετή να γυρίσουν όλα τα όργανα αμέσως.
 Πολλά Σαββατόβραδα ξημερωνόταν ο Καφενές που είχε μουσική και συνέχιζε την Κυριακή το βράδυ.
Τώρα όταν ήταν απόκριες, Αγίας Βαρβάρας, Χριστούγεννα, Αγιού Βασιλιού, Φώτων, Αγιού Γιαννιού, Καθαρά Δευτέρα, Λαμπρές, Αγίων Αποστόλων, Παναγίας 15 Αυγούστου, η μουσική δεν σταματούσε καθόλου. Έβγαζαν πολλά λεφτά οι μουσικάντηδες και αυτοί που χόρευαν ήταν άνθρωποι που ξέραν χορό, αλλιώς δεν τολμούσαν να σηκωθούν. Όχι σαν τώρα που στραβώνουν τα πόδια τους σε ότι χορό παίζει η μουσική. Εμείς η μερίδα που παρακολουθούσε τους βάζαμε βαθμό. Κι άκουγες στο μαχαλά που καθόταν το Σάββατο το βράδυ ή το απόγευμα της Κυριακής αλαμένες οι λεύτερες. Ποιος χουρεύγει, ξανά έμαθις; Να μουρή η ξτόφας η γιαμιρικάνους.
Πολλές φορές η μουσική έβγαινε από το καφενείο και γύριζε μέσα στο χωριό, ή ακόμα και σε σπίτια όταν υπήρχε λόγος.
Όταν σηκωνόταν ένας από την παρέα του να χορέψει είχε υποχρέωση κάθε ένας απ’ την παρέα του να τον κεράσει στο πόδι, κι έβλεπε  μόλις έπαιρνε ένα κύκλο να μπροστά του ο καφετζής, σε κερνά η κμπάρους  του έλεγε, και το έπινε χαιρετώντας με το έυα- εβίβα δηλαδή, ακόμα ένα κύκλο ξαναγνέψιμο του καφετζή ξανά ο καφετζής μπροστά στο χορευτή, κερνά η γιατρός, έυα το έπινε κι αυτό. Κι αυτό γινότανε, ώσπου τελείωνε η παρέα. Αλλά είχαμε και τ’ άλλο αν τύχαινε και ήταν καλόπαιδο αυτός που χόρευε και τον  εκτιμούσαν και τον αγαπούσε το χωριό, όλο το καφενείο με τη σειρά του ο καθένας κέρναγε, κι ο χορευτής αναγκαζόταν με το εύα να το ρίχνει κάτω το πιοτό γιατί αν τα έπινε όλα τα πιοτά που τον κερνούσαν θα γινόταν σκνίπα στο μεθύσι. Κι αν τύχαινε κι ήταν λίγο κατζούλι ο χορευτής το «ρεβόλβερ» και γάζωνε το ταβάνι. Σε γάμους αφού χορεύανε ο γαμπρός και οι λοιποί στον καφενέ, τα ξημερώματα πήγαιναν και στο σπίτι της νύφης τους έβρισκε εκεί η χαραυγή, και κατά τις 9 το πρωί πήγαιναν σπίτι του κουμπάρου και μεσημεριαζόταν εκεί.
Θυμάμαι στην κατοχή του 1912 για πότε προμηθευτήκανε οι μουζικάντις του χωριού μας το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» το θούριο του Βασιλέως και ακόμα ένα το «ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου». Βρέθηκα έξω από τον καφενέ, και το έβγαλε ο Μανώλς από τον κόρφο του το κομμάτι και το προβάριζε με τον κλαρινίστα. Στο άψε-σβήσε ανέβηκαν στο μπαλκοσένικο και το έπαιζαν, και το παίζαν όλο το βράδυ. Τι ενθουσιασμός αλήθεια όταν έπεσε το «Μπιζάνι», τα «Σέρβια», η «Ελασσόνα». Και βίρα και διαλαλούσανε να αγοράσουμε κάδρα του πολέμου του 1912, η μάχη των πέντε πηγαδιών, η μάχη του Δομοκού, της Κρέσνας, του Σαραντάπορου, η καταβύθιση του Φετίχ- Μπουλέν στη Θεσσαλονίκη και άλλα κατορθώματα του Ελληνικού Στρατού, και του ένδοξου Ναυτικού.
Μετά το θάνατο του Μανώλ’ ανέλαβε το λεγόμενο Μπιρμπάκι. Το όνομα το βγάλανε από ένα τραγούδι που τραγουδούσε και έπαιζε στο βιολί. Ο αδερφός του έπαιζε σαντούρι και του Γιουργάτς έπαιζε πάσα βιόλα.

Στα καφενεία πήγαιναν βέβαια και άνθρωποι από όλες τις τάξεις και παίρνανε καφέ, λουκούμι, κονιάκ, ούζο, τζιτζιμπίρια και τελευταία γλυκά του κουταλιού, που αντικατέστησαν το λουκούμι το σπεσιαλιτέ γλυκό με χρώμα άσπρο ή και ροζ μέσα στη γυάλα με γυάλινο καπάκι. Φώναζε για παράδειγμα ο μακαρίτης ο πατέρας μου στον καφετζή όταν πολλές φορές πήγαινα να τον φωνάξω για να φάμε, μ’ έστελνε η μητέρα, Μ’χαλ φέρει του μουρό ένα λουκούμι. Κόκκινος παπαρούνα εγώ. Ντροπή μεγάλη άλλο πράγμα. Στα καφενεία μας δεν μπαίναν γυναίκες εκτός από λίγες κατά το πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας που γίνεται στις 4 Δεκεμβρίου κάθε χρόνο. Οι καφενέδες για εκείνους που ξέρουν να τους δουλέψουν βγάζουν λεφτά. Είναι μικροεπιχειρήσεις παγίου κέρδους.
Όταν έβλεπες μέσα στο χωριό «αλιμανάρ άντρα» δηλαδή να μην φοράει κασκέτο – καπέλο, και οτιδήποτε κάλυμμα στο κεφάλι, πρέπει να ήταν ο καφετζής, με σκέτο πουκάμισο σκούρο, με γελέκο, ή σταυρωτή, και το διακριτικό αντί παπούτσια παντόφλες, φορούσανε για να μην ζορίζεται το πόδι τους μέσα στο παπούτσι από τις 6 το πρωί έως τις 10-11 ή 12 το βράδυ, με κάλτσα μάλλινη δεμένη στη γάμπα και πιο ψηλά στην κνήμη.
Καφενείο "Ο Παράδεισος", Παναγιώτη Νικολού ή Μαλλίκου

Ο καφετζής είτε το ήθελε, είτε όχι έστηνε αυτί σε κάθε παρέα που συζητούσε είτε αψά είτε σιγά. Ακόμα και σήμερα ο καφετζής είναι ένας μεγάλος κατάσκοπος, που καμιά φορά βγαίνει και σε καλό. Ο καφετζής ήξερε τα πάντα και αναλόγως ενεργούσε ή προλάβαινε το κακό αν τον συνέφερνε. Ήξερε, το μυριζόταν, γιατί παρακολουθούσε και ποιος γύριζε αργά στην αγορά ή έτυχε να περάσει από το καφενείο του την ώρα που ξέσαζε, σκούπιζε έκλεινε τις πόρτες για να φύγει, ή να ανεβεί τη σκάλα για ύπνο.
Όταν ο καφετζής μπροστά στην κύρια είσοδο του καφενείου τοποθετούσε καρέκλα, αυτό σήμαινε πως λείπει και θα έρθει αμέσως, ή πήγε στον τσεσμέ, επίσης και ο μπακάλης έκανε το ίδιο. Όταν επρόκειτο να περάσει μπροστά από τον Καφενέ κηδεία έτρεχε και έκλεινε τα τζάμια και την πόρτα, και την άνοιγε όταν είχε απομακρυνθεί η κηδεία.
Είναι αλήθεια ύστερα από εμπεριστατωμένη παρακολούθηση πως εκεί μέσα στα καφενεία αυτά που περιγράφω συνελάμβανε το μυαλό κάθε κακού ανθρώπου κάτι κακό που θα έκανε κλοπή, απάτη, διάρρηξη αποθήκης λαδιού κτλ. Πού να το συζητήσει κανείς με τους βοηθούς του, που αλλού παρά στο καφενείο. Εκεί τα κουτσομπολιά, εκεί τα κατηγόρια και μάλιστα υπό την επήρεια του ρακιού. Κακώς: το καραφάκι. Τώρα είναι το γραμμάριο και του πενηνταρέλλ’. Φέρει ένα γραμμάριο ρε!!! Κάνι ένα καφέ ρε: ακόμα ισχύουν και τα δύο.


Παιχνίδια που παίζαμε στους καφενέδες:
66 χαρτιά, 24
Τριανταμία ολόκληρη πάστρα
Τριάντα εξ, πρέφα
32 πικέτο
128 Μπιζίκι με 4 Πικέττα
94 Πάστρα
54 φτύλι
24 Σκαμπίλη
Και κουμάρι τις γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Τοσέτ – Ρόσα.

Παρέα από το καφενείο του Ασημίνου (Τέρμα αριστερά ο Γιάννης Ασημίνος). Την φωτογραφία μας την έδωσε ο Χρήστος Ασημίνος.


Πόσους καφενέδες είχε το χωριό;

1.       Καφενές εκεί που είναι η αυλή του Παν. Λύτρα στον Έξω τσεσμέ.
2.       Στο ξενοδοχείο του Θερμιώτη Αγροφύλακα στον Ατίγανο.
3.       Καφενείο Ιωάννου Λύτρα (Βας. Λύτρα)
4.       Του Θεοδώρου Κουτρή (Τιραμάνη Ατίγανος)
5.       Του Γιώργου Ασημίνου  (Ατίγανος)
6.       Του Ζώχου που ήταν πρώτα μπογιατζίδικο, νύν Ε. Νανάσου «Ο γλάρος» (Ατίγανος)
7.       Καφενείον Αντώναρου Αστρονόμου Φραντζή
8.       Του Κωντάρα (Μεγάλο καφενείο, Πλατεία Ταξιάρχη).
9.       Καφενείον της Αγίας Βαρβάρας (Πλατεία Ταξιάρχη)
10.   Καφενείο Παλαιά Φρατζή του Χάνου διηρημένο στα δύο, μισό ο Μαρμαράς και μισό ο Μιχ. Κούβαρος.
11.   Καφενείο Ψαρά Δημήτριου
12.   Νυν Μαρτζαφλή-Σαλιάρη καφενείο (Γέρου Κούνουπα)
13.   Καφενείο Ακίνδυνου Σμυρλή νυν ζαχαροπλαστείο Αλαμάνου, Αδελφοί Αβαγιανού
14.   Καφενείο του Ομού (Δημήτρ. Κούβαρος)
15.   Εξοχικό καφενείο (Τσίκνας Έξω τσεσμέ)
16.   Καφενείο ο Παράδεισος με το μεγάλο Γλόμπο.
17.   Ο καφενές του Αχτάρ (νυν Κάλφα) Γ. Κάλφας
18.   Το 1926 στο Αλωνέλλι (Καφενείο ο Μαύρος Γάτος του Μ. Κωντάρα μαζί με το Μήτσο Κοτζαμπουγιούκ ή Αντάρτη ή Ζοζέφ
19.   Το καφενείο της Μιλόπτας (Κατσακούλη)
20.   Καφενείο του Κουκούλη απέναντι από του Γιάννη Λύτρα (Μιχ. Αντωνέλλου Αγάλια)
21.   Την αποθήκη του Τάκου (έναντι Ε. Μαθιού. Το είχε καφενείο «η λάσπη» (του Λεωνίδα)
22.   Καφενείο του Ευστρ. Μαθιού (Οικία Δημ. Πετρέλλη)
23.   Καφενείο του Γεώργιου Κανταρτζή (έναντι Μαθιού) ή κάτω μαγαζιά όπως τα λέγανε
24.   Δημήτριου Πετρέλλη (πλάι στου Ε. Μαθιού)
25.   Καφενείο του Γεωργιάδη (οικία Έλλης: καρσί στου Ασημίνου Στρατή το μπακάλικο.
26.   Καφενείο του Σκρά. Χειμερινό, ανοιξιάτικο, καλοκαιρινό με φρίτζα. Το δημιούργησε ο Σαμαράς Μιχαήλ Λαδιέλης, έβαζε πάγκους και πηγαίναμε τη Λαμπρή και πίναμε τζιτζιμπίρια τύπου γκαζόζης.
27.   Του Καρυστιανού (Μπατζάκ) Πλάδας στον Ατίγανο
28.   Άλλος εξοχικός καφενές «στου Βνάρ» που άνοιγε μονάχα για 10 μέρες τη Λαμπρή τον δούλευε ο Νικόλας Παπαγιάννης και ο Αντώνιος Αντωνέλλος, στη νυν δεξαμενή του νερού.
29.   Καφενείο Π. Βαριάμη


Η παραλία μας…

Από τότε που ξανοίχτηκε η Παναγιούδα, που άρχισαν να χτίζονται καφενεία στην Παναγιούδα, ξέπεσε η παραλία του χωριού μας. Δεν είναι μονάχα αυτή η αιτία, αλλά και το φτιάξιμο καλών δρόμων, και η πολλή συγκοινωνία. Τα παλιά χρόνια πού δρόμοι, πού συγκοινωνία, ιδίως με την πρωτεύουσα καροτσόδρομοι, και πηγαίναμε στην πρωτεύουσα, για κανένα γιατρό, για σύνταξη προικοσύμφωνου, για Διαθήκη, και για να αλλάξουμε τα «Κουτσάνια», τους τίτλους κυριότητας για καμιά αγοραπωλησία, ή το πολύ για να πάρουμε κανένα έτοιμο κουστούμι ρετσίνα σε κανένα παιδί.
Εμείς πάντως την παραλία μας την είχαμε περί πολλού, κατεβαίναμε τις μισόσκολες κάμποσες οικογένειες, αλλά τις Κυριακές, και τις γιορτές κατεβαίναμε οικογενειακώς και το ρίχναμε στο καραφάκι. Είχε 5 καφενεία. Νόμιζες πως η παραλία είχε μεταβληθεί σε ένα ανθοκήπιο με τις διάφορες μόδες και τα ομπρελίνα. Ευτυχισμένος ο κόσμος, χαρούμενος, χαρά θεού.
Δεν λείπανε και οι βαρκάδες με τις κιθάρες τους που τραγουδούσανε κείνες τις ωραίες καντάδες, τις Βαρκαρόλες και τις Καντσονέτες. Δεν ήταν λίγοι  οι πρωτευουσιάνοι που μας επεσκέπτοντο γιατί η παραλία μας ήταν καθαρή και το περιβάλλον φιλικό. Οι πιο ρομαντικοί τραβούσαν βαρκάδες κατά το νησάκι του Άτκενσον και αργότερα καταλήγανε στις χουρμαδιές όπου και το στρώνανε για τα καλά, μεταξύ 10 ή τις 11 σηκωνόμαστε να εγκαταλείψουμε την ακροθαλασσιά με το γάργαρο φεγγάρι να καθρεπτίζεται μέσα στα γαλανά του λιμανιού νερά. Ήθελα να ξαναζούσα μερικές από αυτές τις στιγμές μέσα σε λιμάνια ευτυχίας, τραγουδώντας τη Βαρκαρόλα…

Έλα μαζί να φύγουμε
να πάμε σ’ά, να πάμε σ’ άλλα μέρη…
βραδιά σκοτεινιασμένη (ο Μπάσος)….

και το Αλέγκρο….
Εις τον αφρό, εις τον αφρό της θάλασσας
η αγάπη μου, η αγάπη μου κοιμάται,
παρακαλώ σας κύματα
μη μου την εξυπνάτε…

θα τα διαβάζει ο φίλος μου ο Σεβαστός και θα δακρύζει……

Τα καφενεία κάτω στην Παραλία ήταν…

1.       Ο καφενές του Λευτέρη Κατσιάνου, Παραλία
2.       Ο καφενές της Φωλιάς, Παραλία
3.       Ο καφενές του Μουσά έναντι Τελωνείου
4.       Το νυν γραφείο Ενώσεως Γ. Συνεταιρισμών ήταν καφενείο
5.       Του Σουμαλιώτη της εκκλησίας, του Χασάνη»


Παραλία Παμφίλων 1910 (Αρχείο Κοινότητας Παμφίλων)

Βιβλιογραφία
1.       Λύτρας, Σ. (1985) Λαογραφικά. Αθήνα

Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Γεώργιου Θ. Κλειδαρά.