Πάμφιλα 1914

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας Παμφίλων – Μερος 5ο (Το κόστος και οι κτήτορες του ναού)

«Πόσα στοίχισε ο ναός»

     Δεν υπάρχει ειδικό βιβλίο για την ανέγερση του ναού. Σώζεται στον  Κώδικα της Μητροπόλεως Μυτιλήνης στον οποίο καταχωρούνταν συνοπτικά ανα διετία ή τετραετία, τα έσοδα και τα έξοδα του ναού και κάτω από αυτά υπάρχει η πράξη του Μητροποίτη Μυτιλήνης για τον έλεγχο της διαχείρισης και του διορισμού των νέων επιτρόπων.
Από τον Κώδικα αυτόν βλέπουμε ότι η ανέγερση του ναού ξεκίνησε το 1859 και δαπανήθηκαν από το έτος αυτό μέχρι το 1881, οπότε έγιναν τα εγκαίνια, τα παρακάτω ποσά σε γρόσια ανά τετραετία ή διετία, για τα έργα ανοικοδόμησης του ναού.

Κώδικας σ. 21            1858-62        γρόσια   20.642
       »        σ. 22,23       1862-64             »        22.233
       »        σ. 24,26       1864-68             »        62.270
       »        σ. 28            1868-69             »        45.676
       »        σ. 29,34       1869-73             »        63.364
       »        σ. 40,42       1879-79             »        11.620
       »        σ. 43            1880-81             »          1.989
                                                                   ___________
                                           Σύνολο       »       227.794

     Δεν γνωρίζουμε, λόγω έλλειψης στοιχείων, αν διατέθηκαν και άλλα χρήματα απευθείας από δωρητές, χωρίς αυτά να μπούν στο ταμείο του ναού και χωρίς επομένως να εγγραφούν στα λογιτικά βιβλία του ναού. Πάντως στον κώδικα και στο σκέλος των εσόδων του ναού αναγράφονται  κατά το διάστημα των ετών 1859-1881 ακόμη και πέρα από αυτού (μέχρι το 1900) ικανά ποσά με το όνομα ενός έκαστου δωρητού ή και συνολικά «ως αφιέρωμα». Βεβαίως η λέξη «αφιέρωμα» θα ήταν δυνατόν να ερμηνευθεί σαν «εισφορά» υπέρ του αναγειρόμενου ναού. Το σύνολο  επίσης από τα  αναγραφόμενα γρόσια υπό την ονομασία «αφιέρωμα» ανέρχεται σε 43.346.
     Εκτός από αυτά διατέθηκαν από το 1859-1900 ικανά ποσά από τα χρήματα, τα οποία κατατέθηκαν από τους χριστιανούς για το ναό έναντι γραμματίων τα οποία εξέδιδαν οι επίτροποι. Επίσης διατέθηκαν και τα παρακάτω:

1) Από εκποίηση ακινήτω (κυρίως οικοπέδων)        γρόσια     171.181
2) Από κληροδοτήματα                                                    »             12.097
3) Από τη διαθήκη του Κυριάκου Ζάχου                      »             29.040
4) Από νέου χαρτονομίσματος                                        »             14.054

                                                                      Σύνολο          »            226.372

     Σημειώνεται επίσης ότι και μετά το 1881, οπότε και πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια, εξακολουθούν οι χριστιανοί να δίνουν το «αφιέρωμα» τους στο νέο ναό προφανώς για τις συμπληρωματικές ανάγκες, όπως είναι το τέμπλο, τα βημόθυρα, ο άμβωνας, τα προσκυνητάρια, οι εικόνες κτλ.

Οπότε μετά τα εγκαίνια δαπανήθηκαν τα παρακάτω ποσά:

Κώδικας   σ. 41 Στον Ιωάννη Χαλεπά όσα δώσαμε για το τέμπλο   γρόσια   36.900
      »           σ. 42 Στον Ιωάννη Χαλεπά όσα δώσαμε για το τέμπλο        »        94.520
      »           σ. 44 Για τον ζωγράφο ιερών εικόνων                                    »          6.620
      »           σ. 46 Για τον ζωγράφο ιερών εικόνων                                    »          6.063
      »           σ. 47 Για τον ζωγράφο ιερών εικόνων                                    »          4.000
      »           σ. 48 Για τα βημόθυρα                                                              »          1.989
      »           σ. 51 Για την εκκλησία                                                              »          6.063
                                                                                                                          ____________

Συνολικά κατά την δεκαετία 1881-1891 δαπανήθηκαν                         »        191.086

      Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω , ως προς το σκέλος των εξόδων, μπορούμε να πούμε ότι για την ανέγερση του κτηρίου, του εσωτερικού διάκοσμου, και τον εξοπλισμό σε ιερές εικόνες, σε ιερά σκεύη και σε άλλα αντικείμενα της θείας λατρείας, δαπανήθηκαν από το 1859, οπότε και ξεκίνησε η ανέγερση του ναού, μέχρι το 1900, συνολικά 418.880 γρόσια.




«Ποιοι οι κτήτορες του ναού»
     
     Δεν εμφανίζονται στον σωζόμενο κώδικα κτήτορες ή ανακαινιστές του ναού, ούτε η παράδοση μας μιλαει για αυτό. Μόνο από επιτύμβιο επίγραμμα, που υπάρχει στον τάφο του Νικολάου Νιάνια, ο οποίος έχει ταφεί την 7η Ιανουαρίου 1869,  δέκα χρόνια μετά την θεμελίωση του νέου ναού, τιμής ένεκεν στο πρόπυλο της νότιας πλευράς του ναού, αναγράφεται συν τοις άλλοις ότι:

                  «ΤΗΝ ΜΝΗΜΗΝ ΤΟΥ ΓΕΡΑΙΡΟΥΝ ΟΙ ΠΕΝΕΣΤΕΡΟΙ ΠΟΛΙΤΑΙ
                     ΤΑ ΕΥΓΝΩΜΟΝΑ ΤΟΥ ΤΕΚΝΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
                    ΥΠΑΙΡ ΟΥ ΕΙΡΓΑΣΘΗ ΟΝΤΩΣ ΜΕΤΑ ΖΗΛΟΥ ΘΑΥΜΑΣΙΟΥ».

     Δεν γνωρίζουμε εαν κατά την πρώτη δεκαετία 1859-1869, οπότε  έζησε ο Νικόλαος Νιάνιας, διέθεσε ατομικά του χρήματα υπέρ του ναού ή περιορίστηκε μόνο στο να αναπτύξει «ζήλον θαυμάσιον». Προφανώς θα προσέφερε ο αείμνηστος κόπους και μόχθους, ίσως και να είχε πρωτοβουλία η οποία προέρχεται από την θέση του δημογέροντος και έτσι να του έγινε η ιδιαιτερη τιμή να ταφεί σε εξαιρετική θέση στα προπύλαια του ναού.
     Πιστεύουμε  μάλλον ότι το έργο της ανέγερσης του ναού είχαν αναλάβει οι κατά καιρόν εκκλησιαστικοί επίτροποι της εποχής εκέινης  υπό την άγρυπνη παρακολούθηση των τότε Μητροπολητών Μυτιλήνης Γρηγορίου Κατρή, Μελετίου Φωτίου, Μεθοδίου Αρώνη και Κωνσταντίνου Βαλιάδου, οι οποίοι, όπως φαίνεται στον κώδικα, μετέβαιναν συχνά για να παρακολουθούν τις εργασίες και την διευθέτηση των πραγμάτων της εκκλησίας και των ποικίλων προβλημάτων που προέκυπταν , σε σχέση με τη διοικητική και την οικονομική κατάσταση του ναού.
     Κατά το διάστημα της εικοσαετίας , όσο κράτησε η ανοικοδόμιση του ναού,  υπηρέτησαν ως επίτροποι, διορισμένοι από τον Μητροπολίτη «κοινή γνώμη και συναινέσει των δημογερόντων και προκρίτων» οι παρακάτω, όπως μαρτυρείται από τις αρχιερατικές πράξεις, που είναι καταγεγραμμένες στον κώδικα ιδιοχείρως από τους αρχιερείς.

            1859-1862

Γεώργιος Κουκούλης, Κυριάκος Χατζηνικόλας, Αντώνιος Χατζηνικόλας, Παναγιώτης Φραντζής.

                                                                        1862-1864

Παναγιώτης Δηλιανού, Μιχαήλος Νέμτζας, Παναγιώτης Χατζηανδρέα

1864-1868

Παναγιώτης Χατζηανδρέα, Παναγιώτης Δηλιανού, Μιχ. Νέμτζας

1868-1869

Γ. Ταμπανλής, Δημ. Δίλης, Γ. Βοστάνης

1869-1873

Γεώργ. Κουκούλης, Αποστ. Χατζηανδρέας, Παν. Ν. Φραντζής

1878-1884

Νικ. Β. Λίτρας, Μιχ. Ταλιανός, Δημ. Κουτρουμπής, Μαλιάκας Νιάνιας,
Γεώργιος Μποστάνης, Παν. Ανδρέας, Παν. Μιχαήλ

1884-1886

Χριστόφας Μιχ., Παν. Χατζηανδρέας, Νικ. Λίτρας, Παν. Λίτρας, Θεόδ. Γ. Κουκούλης, Παν. Αντ. Φραντζής, Στρατής Ασημίνος, Μαλιάκας Νιάνιας

1886-1889

Νικόλαος Δ. Δίλης, Θεόδωρος Κουκούλης, Παν. Γ. Πεντογέννης, Μαλιάκας Νιάνιας, Παν. Χατζηανδρέας
  
1889-1891

Βασίλειος Πατσόγλου, Παναγιώτης Νέμτσας, Μιχ. Χατζηγεωργίου, Δημ. Κουτσοβίλης

1891-1894

Μιχ. Χατζηγεωργίου, Βασίλειος Πατσόγλου, Παν. Νέμτσας, Δημ. Κουτσοβίλης

1894-1898

Νικ. Β. Λίτρας, Παναγιώτης Χατζηπαναγιώτου, Εμμαν. Καβουρέλλης, Μιχ. Θεοδωρής

1898-1900

Απόστολος Μαυρίκος, Νικόλαος Φραντζής, Νικόλαος Κατσιάνος, Ευστράτιος Ασημίνος, Παν. Κουκούλης.


     Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κατά τα έτη 1886 και 1889 δεν υπήρχε σύμπνοια και συνεργασία μεταξύ των επιτρόπων, πράγμα το οποίο  ανάγκασε τον τότε  Μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνο Βαλιάδη να σημειώσει στον κώδικα τις παρακάτω παρατηρήσεις του και να ενεργήσει αναλόγως, σε συνεργασία με τους δημογέροντες, για να τους επαναφέρει στην τάξη. Παρακάτω οι σημειώσεις του Μητροπολίτη.




Βιβλιογραφία

1.Κλεομβρότου Ιάκωβος. (1981). MYTILENA SACRA, τόμος 4ος. Θεσσαλονίκη


Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας Παμφίλων – Μερος 4ο (Αρχιερατικός Θρόνος – Άμβων – Παγκάριον)

Αρχιερατικός Θρόνος – Άμβων
 
Ο Αρχιερατικός Θρόνος
Λεπτομέρεια από τον Αρχιερατικό Θρόνο
Δεν είναι από μάρμαρο όπως το τέμπλο. Δεν τηρήθηκε η αναλογία, διότι συνήθως στους μεγάλους ναούς το τέμπλο, ο αρχιερατικός θρόνος και ο άμβωνας έχουν ταυτότητα και προς το υλικό από τα οποία είναι φτιαγμένα και προς την τεχνοτροπία. Εδώ όπως φαίνεται προτιμήθηκαν τα ωραία ξυλόγλυπτα του παλαιού ναού και ο θρόνος και ο άμβωνας, και τα δύο φέρουν ωραίες λεπτές ανάγλυφες παραστάσεις διάτρητες από το φυτικό και το ζωικό βασίλειο. Και οι δύο κατασκευάσθηκαν το έτος 1786 (λογ/σμός Ναού 1786).
Ο Άμβωνας


Παγκάριον
 
Το Παγκάριον
Μεταξύ των λίγων έργων ξυλογλυπτικής που βρίσκονται στο ναό συγκαταλέγεται και το ωραίο παλαιόν παγκάριον, το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχεται από τον παλαιό ναό. Στο κάτω μέρος υπάρχουν δύο κεφαλές λεόντων πάνω στις οποίες στηρίζεται. Φέρει ανάγλυφες διακοσμητικές ζώνες και στο επάνω πλαίσιο σαν γιρλάντα διάτρυτον ανθικό διάκοσμο.


Υ.γ. Στον παλαιό ναό, εκτός από τον Αρχιερατικό Θρόνο, τον Άμβωνα και το Παγκάριο που βρίσκονται στο σημερινό ναό της Αγίας Βαρβάρας, ανήκει και το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο που τοποθετήθηκε και υπάρχει μέχρι σήμερα στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου στη θάλασσα στο λιμανάκι Παμφίλων.  
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο από τον παλιό ναό της Αγίας Βαρβάρας που βρίσκεται τώρα στον Άγιο Νικόλαο.
 Βιβλιογραφία
  • Κλεομβρότου Ιάκωβος. (1981). MYTILENA SACRA, τόμος 4ος. Θεσσαλονίκη

           


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Το φουρνιστό αρνί της Λαμπρής

Με το παρόν άρθρο θα ήθελα να επισημάνω ότι το παραδοσιακό φαγητό των Παμφίλων και την Λέσβου γενικότερα (εκτός αν υπάρχει κάτι άλλο στα  χωριά της δυτικής Λέσβου που δεν το γνωρίζω) στο Λαμπριάτικο τραπέζι είναι το «φουρνιστό αρνί με την ωραία γέμιση». Στην παράδοση των Παμφίλων δεν έχει καμία απολύτως θέση το σούβλισμα του αρνιού της ηπειρωτικής Ελλάδας. Θυμάμαι πρίν αρκετά χρόνια, όταν ήμουν μικρός σε ηλικία, τις νοικοκυρές να  ετοιμάζουν αποβραδύς (μετά την Ανάσταση) το φουρνιστό και να πηγαίνουν τους νταβάδες στον κοντινό φουρνο του Γραμματά (μιας και μεγάλωσα στον «Παράδεισο»). Την επόμενη μέρα μετά τον καθιερωμένο εκκλησιασμό της Δευτερανάστασης να ετοιμάζουν το γιορτινό τραπέζι και να πηγαίνουν να πάρουν το φουρνιστό έτοιμο από τον φούρνο και να το φέρνουν στο σπίτι. Ο δρόμος μοσκοβολούσε από το υπέροχο γιορτινό φαγητό. Όμορφα χρόνια.... Ξαφνικά καθώς μεγαλώναμε άρχισαν σιγά σιγά να εξαφανίζονται αυτές οι όμορφες στιγμές, όμως για μας αποτελούν υπέροχες αναμνήσεις.
Στα τελευταία άρθρα παρουσιάζω τα διάφορα θέματα μέσα από την πένα του αξιόλογου λαογράφου Στρατή Λύτρα. Είναι τα μόνα γραπτά κείμενα που μας δείχνουν την ζωή των κατοίκων των Παμφίλων στις αρχές του περασμένου αιώνα. Καλό θα ήταν να τα γνωρίσουν οι νέες γενιές. Το παρακάτω άρθρο έχει και το ρόλο συνταγής για τις νοικοκυρές.

 "Πώς γινόταν του φουρνιστό αρνί τ’ λαμπρή"

"Όλοι μας τα παλιά χρόνια τρέφαμε αρνιά για τη Λαμπρή και ένα και δυό, 10 έως 12 οκάδες τότε και παραπάνω, το ένα έπρεπε οπωσδήποτε να σφαχτεί μέσα στο σπίτι μας, το αρνί να κρεμαστεί στο κλήμα με το τσιγκέλι, να το φουσκώσει ο χασάπης να το γδάρει, ν’ανοίξει την κοιλιά του, να πετάξει όσα δεν χρειαζόταν, να μαζέψει τα αντερέλλια να τα κανει βρουλίδα, να τα κρεμάσει, να βγάλει τη σκουταριά να τη ρίξει μέσα στο ταψί, να δώσει στο πιο μικρό παιδί τη φούσκα του αρνιού, να τ’αφήσει κρεμασμένο να στραγγίσει, και να πάρει την προβιά, κι όπου φύγει-φύγει για άλλο σπίτι.
Η νοικοκυρά ήθελε να τηγανίσει τα τσιγέρια και τα γλυκάδια, να κανει βραστό το κεφάλι και κανένα μπουτάκι, για να φάμε μόλις γυρίσουμε απ’ την Ανάσταση το βράδυ, και να ετοιμαστούμε για το φουρνιστό αύριο μετά τη Δευτερανάσταση.

Τώρα πώς γινόταν το φουρνιστό

Το κόβαμε το αρνί στα δύο και παίρναμε όλο το στήθος, το ράβαμε με κλωστή άσπρη  από κάτω να μην τρέχει ο γόμος, το ράβαμε και καταμήκος του στήθους με πάλι άσπρη κλωστή για να μην τρέχει ο γόμος, το τοποθετούσαμε μέσα σε μεγάλο ταψί αφού το αλοίφαμε με λάδι να μην κολλήσει, το αλατίζαμε απέξω, το αλοίφαμε με λίγο φρέσκο βούτυρο και λίγο πιπέρι, ρίχναμε  το ανάλογο νερό, το σκεπάζαμε με μια λαδόκολλα για να μην το αποπάρει η ζέστη του φούρνου, στην αρχή και το κουβαλούσαμε και το παραδίδαμε στης Κατερίνας το φούρνο, της Φωτεινούδενας, που είχε παιδιά του Κουντί τσι του Παναγιώτ’. Οι φούρνοι αυτοί ήταν στα σκουρκούδια μέσα στου σπίτ ματζακωμένους. Καρσί ήταν άλλους φούρνους, τ’ Μπαρμάκα φούρνος τ’χουργιού, που γέμιζε κι αυτός φουρνιστά, όσο και οι άλλοι φούρνοι.
Η παράδοση των φουρνιστών γινόταν του Μέγα Σάββατου του βράδυ. Και τα παίρναμε όταν γυρίζαμε στα σπίτια μας  απ’ τη Δευτερανάσταση την επαύριο Κυριακή.
Βάζαμε ολόκληρο το στήθος όταν ήταν μεγάλη η φαμελιά, όταν όμως ήταν κάπως λιγότερη τότε το στήθος το κόβαμε στα δυο κατά μήκος και το κάναμε δύο φουρνιστά. Βάζαμε το χέρι μας κι ανοίγαμε λάκο μεταξύ τσίπας και πα’ί’δια , εκεί μέσα βάζαμε με το κουτάλι τον γόμο, κι άμα γέμιζε  και φούσκωνε τότε ρίχναμε νεράκι μέσα  για να βράσει το ρύζι, το ράβαμε και το τοποθετούσαμε μέσα στο φρεσκογανωμένο ταψί αφού το αλοίφαμε με βούτυρο, το πασπαλίζαμε με λίγο αλάτι και πιπέρι, βάζαμε το νεράκι του, το σκεπάζαμε κι αυτό με μια χοντρή λαδόκολλα για να μην τ’αρπάζει η πυράδα του φούρνου στην αρχή και τ’αφήσει  άψητο και το παραδίναμε στην κυρά Κατερίνα που το είχε τάμα να χαμογελάσει. Ποτέ δεν τη θυμούμαι να γελάσει αυτή η γυναίκα.
Τώρα θα περιγράψουμε πώς γινόταν ο περίφημος αυτός γόμος. Όσοι περνούσαν έξω από τους φούρνους μοσκοβολούσε ο κόσμος, ακόμα και τώρα.
Κατά πρώτο η νοικοκυρά ήθελε να βάλει μέσα σ’ένα τέστο μεγάλο νερό να ζεματίσει, μέσα θα έριχνε τα πνευμόνια του αρνιού, τα άσπρα και τα μαύρα, κι όλα τα γλυκάδια ή μερικά, για να μείνουν και για τηγανιτά, θα έριχνε τα αντεράκια αφού τα γύριζε με ένα ξυλαράκι ανάποδα να καθαριστούν, τα έπλενε καλά – καλά, όταν όλα αυτά παίρνανε μια βράση, κι ασπρίζανε και φουσκώνανε, τα έβαζε η νοικοκυρά πάνω στο σανίδι και τα μάτσιζε  ψιλά ψιλά και ύστερα τα έριχνε μέσα στο τηγάνι που ήταν έτοιμο στη δεύτερη φοφού, εκεί μέσα έκοβε ένα-δύο κρεμμύδια ψιλά ψιλά, λίγο μαιντανό, λίγο άνηθο, λάδι απ’ το καλό και λίγο βούτυρο να μυρίζει, αλάτι, πιπέρι και καλό ανακάτωμα ώσπου να κοκκινήσει το κρεμμύδι. Επεβάλλετο μέσα στο τηγάνι κι ένα φρέσκο κρεμμυδάκι πράσινο να έχει λίγη ουρά. Μετά έιχε έτοιμο το ρύζι που έπρεπε να μην είναι πολύ, αλλά ούτε λίγο, ρύζι απ’ το καλό για να μην σκάζει. Το έριχνε, το ανακάτωνε, έπαιρνε μια βράση, κι αφού ο γόμος είχε το νεράκι του μέσα και τη σχετική του ντομάτα για να γλυκαίνει, το κατέβαζε το τηγάνι και με το κουτάλι γέμιζε το αρνί ώσπου να χορτάσει και να το ράψει. Το άνιθρο δεν έπρεπε να λείπει για τη μυρουδιά.
Τα πηγαίναμε στο φούρνο της Κατερίνας, τα βάζανε στη σειρά και κείνη ήξερε πότε θα έβγαζε τα φτασμένα και θα έβαζε τα νέα. Δεν θυμάμαιαν δίναμε  τίποτα παράδες, νομίζω πως το έκανε για το αντέντ. Θυμάμαι μια φορά, μια λαμπρή που σε ένα ταψί, κάηκε ολόκληρη η λαδόκολλα που ήταν από πάνω κι έγινε κάρβουνο. Και το πήρε στραβά η κυρά Κατερίνα, το πήρε για γρουσουζιά. Και το σπιτικό που είχε το ταψί με την καμένη λαδόκολλα κάτι έπαθε, κάποιος πέθανε.
Τον σπουδαιότερο ρόλο στο φουρνιστό της Λαμπρής τον έπαιζε η παγίδα του αρνιού. Πάνω στο φαγί ο νοικοκύρης αρπούσε ξαφνικά την παγίδα και την έβλεπε, κι αλοίμονο αν είχε πάνω της κάνενα σημάδι. Ότι σημάδι είχε , το ξεδυάλιναν για τάφο, για θάνατο και δεν ήταν λίγα κείνα τα σπιτικά που περνούσαν μαυρη κι άραχνη Λαμπρή με τις προλήψεις του είδους αυτού. Το φουρνιστό το τρώγαμε και το βράδυ και την επαύριο, δυο τρεις μέρες ώσπου το βαριόμαστε. Μέχρι και σήμερα εξακολουθούμε να κάνουμε φουρνιστό αλλά πολλές νοικοκυράδες συνηθίζουν να βάζουν μέσα τώρα πατάτες κομμένες σε όμορφα σχέδια.
Το παλιό φουρνιστό ήταν σκέτο και μέσα στο ταψί βάζαμε όσο γόμο περίσσευε και δεν χωρούσε μέσα στο αρνί, έπρεπε να ράβετε το αρνί ευχερώς.
Κάθε Πάσχα, κάθε σπίτι  εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είχε και το φουρνάκι του, φούρνο χτισμένο κανονικά. Και όσα σπίτια δεν είχαν παλιά φουρνάκια, φτιάξανε στην πείνα του 1916 και του ’18, και τώρα τελευταία στη Γερμανική κατοχή για να ψήσουνε τις μπομπότες από το καλαμπόκι. Εκεί που τα μπερδεύανε λιγάκι, ήταν που το καπάκι της πόρτας δεν εφάρμοζε καλά και ξεθύμαινε ο φούρνος και τα ψωμιά δεν ψηνόντουσαν καλά.  Γι’ αυτό ως ότου πυρώσει ο φούρνος και τον πανιάσουνε, τρέχανε στο Καλαμιάρη με ένα καλάθι  και παίρναν, το γέμιζαν με κόκκινο χώμα που είναι πολύ συμπαγές κι αφού το κάνανε λάσπη, τον χρίζανε το φούρνο γύρω γύρω και έτσι τα φουρνιαστά και τα ψωμιά ξηροψηνόταν θαυμάσια.
Δεν μπορώ μέχρι τώρα να ξεχάσω τη μυρωδιά που βγάζανε τα λογής παξιμαδάκια που φούρνιζε η καλή μου μητέρα, με διάφορα μυρωδικά γενομένα, τα κριθαρένια παξιμάδια και το φουρνιστό αρνί της Λαμπρής.
Γιατί αυτό το φουρνιστό εκείνο δεν μοιάζει με το σημερινό φουρνιστό; Γιατί η μοσκοβολιά εκείνη δεν είναι η ίδια με τη σημερινή; Ένας βαθύς αναστεναγμός ας το δικαιολογήσει!!!»


 Βιβλιογραφία

- Λύτρας, Σ.(1985). Λαογραφικά. Αθήνα

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Η Δευτερανάσταση στα Πάμφιλα

Δευτερανάσταση αρκετά χρόνια πριν...

Η Δευτερανάσταση, ο «εσπερινός της Αγάπης» κατά την τυπική διάταξη της εκκλησίας μας (στους ορισμένους ναούς γίνεται το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα), κατείχε σημαντική θέση στην καρδιά των Παφλιωτών. Χρησιμοποιώ παρελθοντικό χρόνο για να τονίσω την διαφορά του τότε με το τώρα.  Δυστυχώς οι εποχές άλλαξαν, καινούρια έθιμα έκαναν την εμφάνιση τους στο χωριό και στη Λέσβο γενικότερα (για παράδειγμα το σούβλισμα του οβελία αντί του παραδοσιακού φουρνιστού αρνιού, που θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο), ο παραδοσιακός εκκλησιασμός των οικογενειών στην Αγία Βαρβάρα, που γέμιζε από κόσμο και ευχές για την Ανάσταση του Κυρίου, άρχισε να μην υπάρχει πια. Ας θυμηθούμε τις ωραίες εποχές που χάνονται μέσα από το υπέροχο άρθρο του Στρατή Λύτρα στα Λαογραφικά του, που αναφέρει τα έθιμα της Δευτερανάστασης του αιώνα που πέρασε και θα μείνουν για πάντα στις καρδιές μας. 

«Την επαύριο της Ανάστασης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έρχεται η Δευτέρα Ανάσταση. Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου της Ανάστασης σ’ όλες τις ξένες γλώσσες βγαίνει έξω η ανάσταση, ο Ιερός Κλήρος και οι ψάλτες και κάνουν το γύρο του χωριού, για να γιομίσουν από χαρά και φως αναστάσιμο οι αυλές των σπιτιών με τα ορθάνοιχτα παράθυρα που καπνίζουν από λιβάνι. Τα θυμιατά τα τοποθετούν από το προηγούμενο βράδυ πάνω στα περβάζια των παραθύρων για να είναι έτοιμα για τη Δευτερανάσταση που θα περάσει. Επι Τουρκοκρατίας ο Χαμίτ μας είχε δώσει πολλά δικαιώματα γύρω από την εκτέλεση των θρησκευτικών μας καθηκόντων. Η Κοινότητα καλούσε όσα παλικάρια είχανε «τσεφτέδες» (κυνηγετικά όπλα) να παρουσιαστούνε το πρωί της Δευτερανάστασης, να τους προμηθεύσει μπαρούτι και τάπες, για να λάβουν μέρος στην περιφορά της. Από βραδύς στην πρώτη Ανάσταση στο περίβολο της εκκλησίας ήταν τα ίδια τα παλικάρια παρατεταγμένα με «τσεφτέδες» που στις κάνες τους είχαν λουλούδια κόκκινα δεμένα και με τον Χριστός Ανέστη ρίχνανε όλοι μαζί χαιρετώντας τον αναστάντα Χριστό. Τους χορηγούσε μπαρούτι ο κυρ-Ηλιάς η Μαριόγκα που του το έδινε η κοινότητα. Πόσο γρήγορα ξαναγεμίζανε, για να είναι έτοιμοι να ρίξουν όλοι μαζί στην επόμενη στάση, δε λέγεται. Χαρτούσες δεν κουσουμάρανε τότε ακόμα.
Δευτερανάσταση 1993

Η πομπή παίρνει το δεξιό σοκάκι μπροστά από το σταθμό χωροφυλακής, προχωρεί, στρίβει από του Βέτσου το σπίτι, μπαίνει στο μεγάλο δρόμο προς τον «όξω τσεσμέ» σταματά στη διασταύρωση με τον δημόσιο δρόμο, απευθύνη δέηση , προχωρεί επί της εθνικής οδού, σταματά στον καφενέ του Ασημίνου (αναπέμπεται δέηση), προχωρεί προς το Δημοτικό σχολείο(αναπεμπεται δέηση), γυρίζει πίσω, παίρνει το δρόμο για τον Ταξιάρχη, σταματά (Δέηση) προχωρεί προς την Αγία Παρασκευή, στρίβει δεξιά προς την εκκλησία του Χριστού, ξαναγυρίζει, ανηφορίζει, και από το μισό «Κατουρλά» ανεβαίνει, περνά μπροστά από το Κατσακούλειο και μπαίνει απ’ την αργαστήρα στην αυλή της εκκλησίας απ’ το φούρνο του Μελένιου.
Καθ’ όλη τη διαδρομή καίνε έξω από τις οξώπορτες , του δρόμου δεξιά κι αριστερά, μέσα σε κεραμίδια ανάσκελα. Καίνε μπόλικα θυμιάματα.
Ταπεινός προσκυνητής παίρνω μέρος στην περιφορά. Η ωραία πομπή φέρνει ένα γύρο όλο το χωριό, σταματά στα τρίστρατα, αναπέμπει δεήσεις. Πολλά στενοσόκακα, δεξά ζερβάσπίτια ερειπωμένα, παραθυρόφυλλα που κρέμονται στον αέρα, φθαρμένα από τον αδήφαγο χρόνο, αυλότοιχοι γκρεμισμένοι, χορταργιασμένατα τσακμά, σοκάκια από χαμομήλι, αγριοβασιλικά και κάπαρη.
Αναθυμιέμαι τα παλιά και θλίβεται η ψυχή μου.
Κοπέλες ολόρθες στα παράθυρα του πάνω σπιτιού (του Καλού Σπιτιού) ντυμένες με τις λαμπριάτικες καινούριες φούστες, με τα τσιτωμένα τους χρωματιστά μπλουζάκια, με τα μαλλιά βρουλίδες μια στο στήθος ριγμένη κι η άλλη μιά πίσω να κάνουν με ευλάβεια πολύ το σταυρό τους και να εναποθετούν την παλάμη τους στα ζωνταντά αγνά φουρφουρένια στήθεια τους.
Με τι γρηγοράδα, περνώντας η Δευτερανάσταση, κάτω από τα παράθυρα του καρφιτσώνουν στο γύρο της ματαξωτά «πουσάκια». Καμιά προτίμηση οι λεύτερες, παρακαλώντας ο αναστηθείς Χριστός να μεριμνήσει για έναν καλό γαμπρό. Ακόμα ο αναστηθείς Χριστός να φυλάγει και να προστατεύει τους δικούς της θαλασσινούς που αρμενίζουν στα πέλαγα.
Τι γλυκά αλήθεια που τρέχανε τα ζεστά τους δάκρυα από τα όμορφα ματόκλαδα τους την ώρα που καρφιτσώνανε τα μεταξωτά μαντήλια, την ώρα που κάνανε το τάμα τους; Και οι μανάδες να τροφοδοτούν τα θυμιάματα με λογής μοσχολίβανα, και δεντρολίβανα φερμένα και φυλλαγμένα επί τουτου, από τον Άγιο Τάφο!!!
Λίγο παραπέρα πάλι σ’ άλλο παράθυρο η χαροκαμένη μάνα ντυμένη στα ολόμαυρα, μόλις διακρίνεται που κάνει το σταυρό της και θυμιάζει για τις ψυχές των δικών της.
Λίγο ακόμα παραπέρα, πάλι σ΄άλλο παράθυρο αλλάζει το ταμπλώ. Γειτόνισσες και συγγενείς προσπαθούν να κρατήσουν όρθια την άρρωστη χρόνια κοπέλα, που το μαράζι του «Χτικιού» την έχει αφανίσει και που τώρα φλουρί-κίτρινη η άρρωστη προσπαθεί με πολύ κόπο κι ανάσα κομμένη να προσκυνήσει την Ανάσταση που περνά.
Κάτω από το παράθυρό της, κάνει την ύστατη προσευχή της για να της δώσει ο Χριστός την υγεία της-αλοίμονο, με το πέσιμο των φύλλων νυφοστολισμένη θα κατέβει το μαύρο μνήμα με χρυσάνθεμα στολισμένο το προσκέφαλο της και με τα κερένια στεφάνια του γάμου που ποθούσε και δεν πρόφτασε να τα φορέσει.
Από άλλα πάλι παράθυρα ο πατέρας ή ο μεγάλος γιος με τον Γκρά στα χέρια, ρίχνει καμιά κουρσουνιά στον αγέρα χαιρετώντας την ανάσταση. Ακόμα πιο πέρα φτάνοντας κατά το τέρμα η πομπή, βλέπει κανείς κάτι μαυροφορεμένες γριούλες που είχανε άντρες και παιδιά και τώρα τα στερήθηκαν όλα, με τα σκελετωμένα χέρια τους, μισές μέσ’ τη πόρτα μισές έξω, θυμιάζουν τα εξαπτέρυγα και τον αναστάντα Χτιστόν, ενώ δυο δάκρυα κυλούν στα μάτια τους, αναλογιζόμενες πώς ήταν και πώς κατάντησαν χτυπημένες από τη μοίρα τους. Αποσυρομένης της πομπής κλείνουν τη ρημαγμένη πόρτα τους για να κλειστούν και πάλι στο ερημητήριό τους να κλάψουν τον καημό τους και τη μοναξιά τους.
Μανάδες, αδερφάδες, χήρες γυναίκες, ξέρω πως δεν μπορείται να ξεχάσετε με κανένα τρόπο κείνους που φύγανε και που δεν γυρίζουν πίσω. Έτσι είναι η ζωή, οι χαρές της είναι πολύ λίγες σταγόνες, και οι πίκρες άφθονες, ωκεανός απέραντος.
Αν δεν αμαρτάνω διερωτώμαι, γιατί ο θεός, ο Μεγάλος Θεός έδωκε στον επίγειο κόσμο, έδωκε λέγω τη Δυστυχία ωκεανό;
Οραματίζομαι τις παλιές Κυράδες με τον κότσο στα μαλλιά, με τα κρινολίνα, με τις αρμαθιές τα φλουριά, σειρά τα πεντόλιρα, τη δεύτερη σειρά τις τούμπιες, τα αγιοκωνσταντινάτα, και στο τέρμα δυο τρεις σειρές από κοράλια, κι αδρύ μαργαριτάρι.......
Φτάσαμε πίσω στην εκκλησία, περνάμε ξανά μπροστά από την ανάσταση, ψηλαφίζοντας στο στήλο της, και παίρνουμε θέση να φιλήσουμε το θείο Ευαγγέλιο και το χέρι του ιερέα, για να ακούσουμε άλλη μια φορά από τον χορό των ψαλτάδων το Χριστός Ανέστη και «του χρόνου» από τον εφημέριό μας.
Ας μας συγχωρέσει ο φίλος αναγνώστης που δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτή την ωραία ανάμνηση που αποτελεί ένα κομμάτι από το είναι μας. Ηταν αλήθεια ωραία η παλιά εκείνη ρομαντική εποχή, τώρα φύγαν για πάντα και χάθηκαν.

Δευτερανάσταση λίγο μετά το 2000

Δευτερανάσταση 2016... η εικόνα μιλάει από μόνη της...



Υ.Γ. Γυρίζοντας γύρω στο χωριό τη Δευτερανάσταση σταματούσαμε όπως αναφέρω στα τρίστρατα που κατά τύχη είχε μεγάλες αυλές με φρύτζες από σαλτίμια όμορφα ασπρογάλαζα λουλούδια όμοια με τσαμπιά σταφυλιών. Τι μυρωδιά ήταν αυτή! Περίφημη. Και είχε τέτοιες φρίτζες του Βαγγέλη του Βέκιου το σπίτι, του Ευαγγελινού, του Λεωνίδα, του Κουτρουμπή, του Αντώναρου και άλλα.»

Βιβλιογραφία:
1. Λύτρας, Σ. (1985). Λαογραφικά. Αθήνα