Δευτερανάσταση αρκετά χρόνια πριν... |
Η
Δευτερανάσταση, ο «εσπερινός της Αγάπης» κατά την τυπική διάταξη της εκκλησίας
μας (στους ορισμένους ναούς γίνεται το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα),
κατείχε σημαντική θέση στην καρδιά των Παφλιωτών. Χρησιμοποιώ παρελθοντικό
χρόνο για να τονίσω την διαφορά του τότε με το τώρα. Δυστυχώς οι εποχές άλλαξαν, καινούρια έθιμα έκαναν την
εμφάνιση τους στο χωριό και στη Λέσβο γενικότερα (για παράδειγμα το σούβλισμα
του οβελία αντί του παραδοσιακού φουρνιστού αρνιού, που θα αναλύσουμε σε
επόμενο άρθρο), ο παραδοσιακός εκκλησιασμός των οικογενειών στην Αγία Βαρβάρα,
που γέμιζε από κόσμο και ευχές για την Ανάσταση του Κυρίου, άρχισε να μην
υπάρχει πια. Ας θυμηθούμε τις ωραίες εποχές που χάνονται μέσα από το υπέροχο
άρθρο του Στρατή Λύτρα στα Λαογραφικά του, που αναφέρει τα έθιμα της
Δευτερανάστασης του αιώνα που πέρασε και θα μείνουν για πάντα στις καρδιές μας.
«Την
επαύριο της Ανάστασης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έρχεται η Δευτέρα
Ανάσταση. Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου της Ανάστασης σ’ όλες τις ξένες γλώσσες
βγαίνει έξω η ανάσταση, ο Ιερός Κλήρος και οι ψάλτες και κάνουν το γύρο του
χωριού, για να γιομίσουν από χαρά και φως αναστάσιμο οι αυλές των σπιτιών με τα
ορθάνοιχτα παράθυρα που καπνίζουν από λιβάνι. Τα θυμιατά τα τοποθετούν από το
προηγούμενο βράδυ πάνω στα περβάζια των παραθύρων για να είναι έτοιμα για τη
Δευτερανάσταση που θα περάσει. Επι Τουρκοκρατίας ο Χαμίτ μας είχε δώσει πολλά
δικαιώματα γύρω από την εκτέλεση των θρησκευτικών μας καθηκόντων. Η Κοινότητα
καλούσε όσα παλικάρια είχανε «τσεφτέδες» (κυνηγετικά όπλα) να παρουσιαστούνε το
πρωί της Δευτερανάστασης, να τους προμηθεύσει μπαρούτι και τάπες, για να λάβουν
μέρος στην περιφορά της. Από βραδύς στην πρώτη Ανάσταση στο περίβολο της
εκκλησίας ήταν τα ίδια τα παλικάρια παρατεταγμένα με «τσεφτέδες» που στις κάνες
τους είχαν λουλούδια κόκκινα δεμένα και με τον Χριστός Ανέστη ρίχνανε όλοι μαζί
χαιρετώντας τον αναστάντα Χριστό. Τους χορηγούσε μπαρούτι ο κυρ-Ηλιάς η
Μαριόγκα που του το έδινε η κοινότητα. Πόσο γρήγορα ξαναγεμίζανε, για να είναι
έτοιμοι να ρίξουν όλοι μαζί στην επόμενη στάση, δε λέγεται. Χαρτούσες δεν
κουσουμάρανε τότε ακόμα.
Δευτερανάσταση 1993 |
Η
πομπή παίρνει το δεξιό σοκάκι μπροστά από το σταθμό χωροφυλακής, προχωρεί,
στρίβει από του Βέτσου το σπίτι, μπαίνει στο μεγάλο δρόμο προς τον «όξω τσεσμέ»
σταματά στη διασταύρωση με τον δημόσιο δρόμο, απευθύνη δέηση , προχωρεί επί της
εθνικής οδού, σταματά στον καφενέ του Ασημίνου (αναπέμπεται δέηση), προχωρεί
προς το Δημοτικό σχολείο(αναπεμπεται δέηση), γυρίζει πίσω, παίρνει το δρόμο για
τον Ταξιάρχη, σταματά (Δέηση) προχωρεί προς την Αγία Παρασκευή, στρίβει δεξιά
προς την εκκλησία του Χριστού, ξαναγυρίζει, ανηφορίζει, και από το μισό
«Κατουρλά» ανεβαίνει, περνά μπροστά από το Κατσακούλειο και μπαίνει απ’ την
αργαστήρα στην αυλή της εκκλησίας απ’ το φούρνο του Μελένιου.
Καθ’
όλη τη διαδρομή καίνε έξω από τις οξώπορτες , του δρόμου δεξιά κι αριστερά,
μέσα σε κεραμίδια ανάσκελα. Καίνε μπόλικα θυμιάματα.
Ταπεινός
προσκυνητής παίρνω μέρος στην περιφορά. Η ωραία πομπή φέρνει ένα γύρο όλο το χωριό,
σταματά στα τρίστρατα, αναπέμπει δεήσεις. Πολλά στενοσόκακα, δεξά ζερβάσπίτια
ερειπωμένα, παραθυρόφυλλα που κρέμονται στον αέρα, φθαρμένα από τον αδήφαγο
χρόνο, αυλότοιχοι γκρεμισμένοι, χορταργιασμένατα τσακμά, σοκάκια από χαμομήλι,
αγριοβασιλικά και κάπαρη.
Αναθυμιέμαι
τα παλιά και θλίβεται η ψυχή μου.
Κοπέλες
ολόρθες στα παράθυρα του πάνω σπιτιού (του Καλού Σπιτιού) ντυμένες με τις
λαμπριάτικες καινούριες φούστες, με τα τσιτωμένα τους χρωματιστά μπλουζάκια, με
τα μαλλιά βρουλίδες μια στο στήθος ριγμένη κι η άλλη μιά πίσω να κάνουν με
ευλάβεια πολύ το σταυρό τους και να εναποθετούν την παλάμη τους στα ζωνταντά
αγνά φουρφουρένια στήθεια τους.
Με τι γρηγοράδα, περνώντας η Δευτερανάσταση,
κάτω από τα παράθυρα του καρφιτσώνουν στο γύρο της ματαξωτά «πουσάκια». Καμιά
προτίμηση οι λεύτερες, παρακαλώντας ο αναστηθείς Χριστός να μεριμνήσει για έναν
καλό γαμπρό. Ακόμα ο αναστηθείς Χριστός να φυλάγει και να προστατεύει τους
δικούς της θαλασσινούς που αρμενίζουν στα πέλαγα.
Τι
γλυκά αλήθεια που τρέχανε τα ζεστά τους δάκρυα από τα όμορφα ματόκλαδα τους την
ώρα που καρφιτσώνανε τα μεταξωτά μαντήλια, την ώρα που κάνανε το τάμα τους; Και
οι μανάδες να τροφοδοτούν τα θυμιάματα με λογής μοσχολίβανα, και δεντρολίβανα
φερμένα και φυλλαγμένα επί τουτου, από τον Άγιο Τάφο!!!
Λίγο
παραπέρα πάλι σ’ άλλο παράθυρο η χαροκαμένη μάνα ντυμένη στα ολόμαυρα, μόλις
διακρίνεται που κάνει το σταυρό της και θυμιάζει για τις ψυχές των δικών της.
Λίγο
ακόμα παραπέρα, πάλι σ΄άλλο παράθυρο αλλάζει το ταμπλώ. Γειτόνισσες και
συγγενείς προσπαθούν να κρατήσουν όρθια την άρρωστη χρόνια κοπέλα, που το
μαράζι του «Χτικιού» την έχει αφανίσει και που τώρα φλουρί-κίτρινη η άρρωστη
προσπαθεί με πολύ κόπο κι ανάσα κομμένη να προσκυνήσει την Ανάσταση που περνά.
Κάτω
από το παράθυρό της, κάνει την ύστατη προσευχή της για να της δώσει ο Χριστός
την υγεία της-αλοίμονο, με το πέσιμο των φύλλων νυφοστολισμένη θα κατέβει το
μαύρο μνήμα με χρυσάνθεμα στολισμένο το προσκέφαλο της και με τα κερένια
στεφάνια του γάμου που ποθούσε και δεν πρόφτασε να τα φορέσει.
Από
άλλα πάλι παράθυρα ο πατέρας ή ο μεγάλος γιος με τον Γκρά στα χέρια, ρίχνει
καμιά κουρσουνιά στον αγέρα χαιρετώντας την ανάσταση. Ακόμα πιο πέρα φτάνοντας
κατά το τέρμα η πομπή, βλέπει κανείς κάτι μαυροφορεμένες γριούλες που είχανε
άντρες και παιδιά και τώρα τα στερήθηκαν όλα, με τα σκελετωμένα χέρια τους,
μισές μέσ’ τη πόρτα μισές έξω, θυμιάζουν τα εξαπτέρυγα και τον αναστάντα
Χτιστόν, ενώ δυο δάκρυα κυλούν στα μάτια τους, αναλογιζόμενες πώς ήταν και πώς
κατάντησαν χτυπημένες από τη μοίρα τους. Αποσυρομένης της πομπής κλείνουν τη
ρημαγμένη πόρτα τους για να κλειστούν και πάλι στο ερημητήριό τους να κλάψουν
τον καημό τους και τη μοναξιά τους.
Μανάδες,
αδερφάδες, χήρες γυναίκες, ξέρω πως δεν μπορείται να ξεχάσετε με κανένα τρόπο
κείνους που φύγανε και που δεν γυρίζουν πίσω. Έτσι είναι η ζωή, οι χαρές της
είναι πολύ λίγες σταγόνες, και οι πίκρες άφθονες, ωκεανός απέραντος.
Αν
δεν αμαρτάνω διερωτώμαι, γιατί ο θεός, ο Μεγάλος Θεός έδωκε στον επίγειο κόσμο,
έδωκε λέγω τη Δυστυχία ωκεανό;
Οραματίζομαι
τις παλιές Κυράδες με τον κότσο στα μαλλιά, με τα κρινολίνα, με τις αρμαθιές τα
φλουριά, σειρά τα πεντόλιρα, τη δεύτερη σειρά τις τούμπιες, τα
αγιοκωνσταντινάτα, και στο τέρμα δυο τρεις σειρές από κοράλια, κι αδρύ
μαργαριτάρι.......
Φτάσαμε
πίσω στην εκκλησία, περνάμε ξανά μπροστά από την ανάσταση, ψηλαφίζοντας στο στήλο
της, και παίρνουμε θέση να φιλήσουμε το θείο Ευαγγέλιο και το χέρι του ιερέα,
για να ακούσουμε άλλη μια φορά από τον χορό των ψαλτάδων το Χριστός Ανέστη και
«του χρόνου» από τον εφημέριό μας.
Ας
μας συγχωρέσει ο φίλος αναγνώστης που δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτή την
ωραία ανάμνηση που αποτελεί ένα κομμάτι από το είναι μας. Ηταν αλήθεια ωραία η
παλιά εκείνη ρομαντική εποχή, τώρα φύγαν για πάντα και χάθηκαν.
Δευτερανάσταση λίγο μετά το 2000 |
Δευτερανάσταση 2016... η εικόνα μιλάει από μόνη της... |
Υ.Γ.
Γυρίζοντας γύρω στο χωριό τη Δευτερανάσταση σταματούσαμε όπως αναφέρω στα
τρίστρατα που κατά τύχη είχε μεγάλες αυλές με φρύτζες από σαλτίμια όμορφα
ασπρογάλαζα λουλούδια όμοια με τσαμπιά σταφυλιών. Τι μυρωδιά ήταν αυτή!
Περίφημη. Και είχε τέτοιες φρίτζες του Βαγγέλη του Βέκιου το σπίτι, του
Ευαγγελινού, του Λεωνίδα, του Κουτρουμπή, του Αντώναρου και άλλα.»
Βιβλιογραφία:
1. Λύτρας, Σ. (1985). Λαογραφικά. Αθήνα
Βιβλιογραφία:
1. Λύτρας, Σ. (1985). Λαογραφικά. Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου